NEWSLETTER
Αρ. ΓΕΜΗ: 162500116000
Μια ιστορία σαν παραμύθι. Μπορεί νάγινε, μπορεί καί νά μήν έγινε. Όσοι όμως ζήσαμε τίς μέρες τής Μεγάλης Καταστροφής καί τά πρώτα χρόνια τής Προσφυγιάς, τότε πού η ελπίδα συμπλέκονταν μέ τήν απόγνωση, ξαίρομε πώς η ιστορία αυτή είναι αληθινή. Βράδυ παραμονή πρωτοχρονιάς. Σέ κάποιο συνοικισμό κοντά στήν Αθήνα, σ' ένα μικρό δωμάτιο, τμήμα σ' ένα συγκρότημα τεσσάρων πέντε τέτοιων δωματίων, ζούσανε δύο πρόσφυγες από τά Βουρλά. Μιά αρκετά ηλικιωμένη πιά γυναίκα, εξήντα πέντε ώς εβδομήντα χρονών κι' ένα παλληκάρι, είκοσι πέντε τριάντα χρονών. Η κοκκώνα Σουσανιώ ή Μαρούλαινα κι' ό ανηψιός τής ό Βασίλης, παιδί τής αδελφής της, τής Κακουλής, πού είχε πάρει τόν Παρασκευά τόν Μπουγιούκα. Νά πού αυτή φάνηκε τώρα, νάταν πιό καλότυχη δέν είδε, όσα είδαν τά δικά τής τά μάτια «πού νά μήν ήσωνε». Πέθανε στόν Ευρωπαϊκό από ψειραρρώστεια. Είχε μείνει πολύ μικρή χήρα μ' ένα μοναχοπαίδι. Στάθηκε πολύ άξια γυναίκα όμως. Κράτησε τά «πράματα» τής, καμμιά σαρανταριά «σκοινιά» αμπέλια, κάτι χωράφια πού τότε τά σπέρνανε «καρπό» καί τότε τά φυτεύανε καπνά, καί καμμία εκατοστή ελιόδεντρα. Τό γιό τής τόν ανέθρεψε έτσι μέ ξεχωριστή επιμέλεια μέ καημούς, μέ θυσίες μά καί μέ τά καλλίτερα ξετελέμματα. Τόν τέλεψε τήν Αναξαγόρειο Σχολή τών Βουρλών τόν έστειλε όμως καί στή Σμύρνη στό Αμερικανικό Κολλέγιο. Κι' έτσι τόν χάρηκε μέ τό δίκιο τής, ένα από τά καλλίτερα παιδιά τού τόπου. Τόν καμάρωνε κι' όλος ό κόσμος καί πολλοί τόν ζηλεύανε. Δούλευε γραμματικός σ΄ ένα από τά καλλίτερα «σταφιδάδικα» τού Βουρλά, ώς τή μέρα πού πήγε στρατιώτης στόν ελληνικό στρατό.
(Από το βιβλίο)