• 6909431393
  • Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

Ο Αυτοκράτωρ Ηράκλειος - Μέρος Α΄


«Ο Αυτοκράτωρ Ηράκλειος» του πανεπιστημιακού Παύλου Καρολίδη τυπώθηκε πρώτη φορά το 1904 στην Αθήνα από την Βασιλική Τυπογραφία «Ραφτάνη-Παπαγεωργίου», πεντηκοστό έκτο έργο στη σειρά εκδόσεων του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων». Επανεκδόθηκε το 1919 μέσα σε ατμόσφαιρα εθνικής έξαρσης από τον ομογενειακό εκδοτικό οίκο «Πρόσκοπος» της Νέας Υόρκης, σε μια σπάνια πλέον έκδοση, υπενθυμίζοντας στους ομογενείς -λίγο πριν την έναρξη της μικρασιατικής εκστρατείας- ότι:

«Η ατομική εκάστου εξ ημών εθνική εργασία αποτελεί το πολλοστημόριον του μεγαλείου και της δόξης της Πατρίδος μας. Εν τούτω έγκειται ο Ελληνικός ατομισμός. Εσμέν πάντες γνήσιοι απόγονοι και δρώντα μέλη της αθανάτου Φιλικής Εταιρείας, ήτις εξακολουθεί ερρωμένως τον ηρωικόν αυτής αγώνα της πλήρους εθνικής μας αποκαταστάσεως. Επί το Έργον!»

Η επιλογή της αυτούσιας παράθεσης του πρωτότυπου κειμένου του έργου, πλήρους, χωρίς συντομεύσεις και σε γλώσσα καθαρεύουσα, οφείλεται στη συναρπαστική περιγραφή του συγγραφέα και στο γεγονός ότι ενδεχόμενη μεταγλώττισή του στη δημοτική θα επηρέαζε το επικό ύφος της διήγησης. Η ορθογραφία ακολουθεί το πρωτότυπο κείμενο. Μόνη εξαίρεση αποτελεί η χρήση μονοτονικού αντί πολυτονικού συστήματος.

Α'. — Εισαγωγή.

Είς των μεγάλων αυτοκρατόρων, εις τους οποίους το χριστιανικόν Ελληνικόν κράτος του Βυζαντίου και αυτό το χριστιανικόν έθνος των Ελλήνων οφείλει την επί αιώνας δύναμιν, το μεγαλείον, την δόξαν, εν μέρει δε και αυτήν την εθνικήν ύπαρξιν, είνε ο Ηράκλειος. Ο Ηράκλειος έζησε και εβασίλευσεν εις χρόνους, κατά τους οποίους το έθνος ευρίσκετο εν μέσω μεγάλων περί ζωής και υπάρξεως κινδύνων. Εσώθη από των κινδύνων τούτων μόνον διά των μεγάλων και σπανίων αρετών, τας οποίας είχε και ως βασιλεύς και ως άνθρωπος. Μεγαλοφυία στρατιωτική και πολιτική, ευσέβεια χριστιανική, φιλοπατρία, βαθεία συνείδησις των βασιλικών καθηκόντων και πιστή εκτέλεσις αυτών και τέλος η ανδρεία και η γενναιότης ήσαν αι κυριώταται των αρετών τούτων. Και εις αυτόν δε τον βασιλικόν θρόνον ανήλθεν ο Ηράκλειος και εστερεώθη όχι κατά δικαίωμα γεννήσεως και κληρονομίας· διότι ιδιώτης ων και πολίτης απλούς εν μέσω μεγάλων κινδύνων έγεινε βασιλεύς, υπ' αυτού του λαού προχειρισθείς εις την υπερτάτην αρχήν, διά να σώση το κράτος, την πίστιν και το έθνος. Και τα έσωσε διά μεγάλων, γενναίων και ενδόξων αγώνων. Ο Ηράκλειος εβασίλευσε κατά τον έβδομον μ. Χ. αιώνα, από 610 μέχρι 641 μ. Χ. Κατά τους χρόνους εκείνους, και εν γένει καθ' όλους τους χρόνους κατά τους οποίους υπήρχε το Ελληνικόν χριστιανικόν κράτος του Βυζαντίου, τοιούτον περίπου ήτο το πολίτευμα ή το πολιτειακόν σύνταγμά του, ώστε από της ηθικής ποιότητος και της ηθικής αξίας του εκάστοτε βασιλέως εξηρτάτο η ύπαρξις ή η καταστροφή, η ευτυχία ή η δυστυχία, η δόξα ή η αδοξία του κράτους και του έθνους. Και διά τούτο το βασιλικόν αξίωμα ήτο πολύ σπουδαιότερον εις το κράτος εκείνο παρά εις πολλά των σημερινών κρατών της Ευρώπης. Περισσοτέραν διά τούτο σημασίαν είχαν και τα αφορώντα εις τας προσωπικάς αρετάς και κακίας των βασιλέων.

Δεν θα δυνηθώμεν να εννοήσωμεν καλώς την ιστορίαν του Ηρακλείου ούτε πώς, απλούς πολίτης αυτός, ανήλθεν εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον, αν δεν είπωμεν πρώτον ολίγα τινά προς εξήγησιν του εξής: Ποία ήτο η θέσις και η σημασία του αυτοκρατορικού αξιώματος εις το κράτος εκείνο, το οποίον ονομάζεται συνήθως και από ημάς και από τους Ευρωπαίους Ελληνορωμαϊκόν, συνηθέστερον δε Βυζαντινόν.

Το Βυζαντινόν λεγόμενον κράτος είχε πολίτευμα κατ' ουσίαν μοναρχικόν απόλυτον. Ο μονάρχης, ο καλούμενος βασιλεύς και αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, δεν ήτο μόνον υπέρτατος άρχων της πολιτείας, αλλ' ήτο και απόλυτος κύριος του κράτους, μόνος νομοθέτης και υπέρτατος δικαστής. Αυτός είχε και την πραγματικήν υπερτάτην αρχηγίαν του στρατού και του στόλου και ανευθύνως και ανελέγκτως καθ' όλα εκυβέρνα την πολιτείαν. Μόνον εις την Εκκλησίαν δεν εξετείνετο η απόλυτος αρχή του αυτοκράτορος· αλλά και εκεί είχε μεγάλην δύναμιν, διότι αυτός έδιδε την άδειαν προς σύγκλησιν μεγάλων συνόδων και πολλάκις ανεμιγνύετο και εις ζητήματα εκκλησιαστικά και συνήργει σπουδαίως εις την λύσιν των.

Αντιπροσωπεία εθνική, ήτοι βουλή, καθώς την εννοούμεν, δεν υπήρχεν. Όλοι οι ασκούντες την εξουσίαν ήσαν τότε υπεύθυνοι μόνον απέναντι του αυτοκράτορος, υπό τούτου διοριζόμενοι και παυόμενοι και υπό τούτου αμειβόμενοι ή τιμωρούμενοι και απ' αυτού μόνου εξαρτώμενοι. Είνε αληθές ότι υπήρχε μέγα συμβούλιον, καλούμενον Σύγκλητος ή Βουλή ή Σύγκλητος βουλή, αλλά δεν αντεπροσώπευε τον λαόν ούτε υπό του λαού εξελέγετο. Ήτο συμβούλιον, του οποίου τα μέλη ήσαν ανώτεροι λειτουργοί του κράτους, πολιτικοί και στρατιωτικοί. Η τοιαύτη βουλή είχε βεβαίως αξίαν τινά ηθικήν, διότι τα μέλη της ήσαν άνδρες απολαύοντες μεγάλης τιμής εις την κοινωνίαν και γνωρίζοντες καλώς τα πράγματα του κράτους. Αλλά οι λόγοι, αι γνώμαι και αι αποφάσεις της βουλής είχαν κύρος απλώς ηθικόν, όχι νομικόν και υποχρεωτικόν. Οι βασιλείς ούτε ήσαν υποχρεωμένοι να υπακούουν εις τας γνώμας αυτής, ούτε ήσαν υπεύθυνοι προς αυτήν. Κατά τούτο η βουλή του Βυζαντινού Κράτους ωμοίαζε προς την Γερουσίαν της σημερινής Ρωσίας.

Η Εκκλησία, οσάκις μάλιστα είχεν αξίους αρχηγούς, ήτο ισχυρός χαλινός εις την αυθαιρεσίαν των αυτοκρατόρων. Όχι μόνον δε πατριάρχαι και άλλοι αρχιερείς γενναίοι, αλλ' ενίοτε και απλοί μοναχοί ηδύναντο να επιτιμήσουν τας πράξεις των ηγεμόνων, ιδίως τας εις τον ηθικόν βίον αναφερομένας.

Αλλά, μεθ' όλα ταύτα, η δύναμις και η εξουσία του βασιλέως, και η πολιτική και η στρατιωτική, ήτο μεγίστη. Και αν μεν ήτο ανήρ αγαθός, κάμνων χρήσιν αγαθήν της εξουσίας, ηδύνατο να πράξη πολλά και μεγάλα καλά εις το κράτος και εις τους υπηκόους, αν δε κακός ή και απλώς αδρανής και ανίκανος, εγίνετο αίτιος πολλών και μεγάλων κακών.

Η βασιλική εξουσία δεν ήτο αυστηρώς κληρονομική, αλλ' ούτε αιρετή, γινομένη δι' εκλογής. Πολλάκις οι υιοί εκληρονόμουν τον πατέρα εις τον θρόνον κατά φυσικόν κληρονομικόν δικαίωμα· αλλά δεν υπήρχαν νόμοι καθορίζοντες τα της κληρονομίας του θρόνου ακριβώς και λεπτομερώς διά πάσας τας περιπτώσεις. Διά τούτο ενίοτε οι βασιλείς, ζώντες έτι, καθίστων τους υιούς των συμβασιλείς, διά να μένουν αυτοδικαίως βασιλείς μετά τον θάνατον του πατρός.

Όχι μόνον εν καιρώ κινδύνου ανηγορεύετο υπό του στρατού ο θεωρούμενος αξιώτατος, αλλά και καλώς εχόντων των πραγμάτων ανήρχοντο ενίοτε εις τον θρόνον οι θεωρούμενοι ως άριστοι και συνεβασίλευαν μετά των εκ κληρονομίας κατεχόντων τον θρόνον. Έχομεν και παραδείγματα βασιλέων, οι οποίοι υποδεικνύουν ως διαδόχους των όχι συγγενείς, αλλά τους αξίους της βασιλείας. Γυναίκες συνήθως δεν ανήρχοντο εις τον θρόνον, ούτε όμως υπήρχε προς τούτο νόμος απαγορευτικός. Η αυτοκρατορική εξουσία του Βυζαντίου, όπως προ αυτής η της Ρώμης, ως εξουσία κυρίως στρατιωτική, δεν μετέβαινεν εις γυναίκα. Διά τούτο πολύ ολίγαι γυναίκες ανέλαβαν την υπερτάτην αρχήν, και εκείναι συνήθως την ανέλαβαν ως κηδεμόνες ανηλίκων υιών και την εσφετερίσθησαν. Ή αι θυγατέρες των αυτοκρατόρων, αν τύχουν μόναι κληρονόμοι, αναβιβάζουν εις τον θρόνον, ως αυτοκράτορας πραγματικούς, τους συζύγους των. Η διαδοχή του θρόνου γίνεται πολλάκις διά στάσεως στρατιωτικής· αι στάσεις όμως δεν προέρχονται πάντοτε από πνεύμα στασιαστικόν, αλλ' από την υπερτάτην ανάγκην της σωτηρίας του κράτους. Τούτο έγινε και διά τον Ηράκλειον. Ενίοτε δε και οι κάτοικοι της πρωτευούσης ανεβίβαζαν και κατεβίβαζαν από του θρόνου τους αυτοκράτορας.

Η τοιαύτη κατάστασις, και προ πάντων η έλλειψις κληρονομικών νόμων ρυθμιζόντων τα της βασιλικής εξουσίας, φαίνεται πολύ ελαττωματική και ανατρεπτική πάσης ασφαλείας και μονιμότητος. Αλλά πρέπει να έχωμεν υπ' όψιν ότι αι περιστάσεις είνε σήμερον πολύ διάφοροι. Ό,τι φαίνεται εις ημάς ως προς τούτο κάκιστον, είχε τότε τα καλά του, και ό,τι σήμερον φαίνεται κάλλιστον, είχεν ή ηδύνατο να έχη τότε εις την εφαρμογήν πολύ το κακόν. Σήμερον η κληρονομικότης του θρόνου έχει τούτο το καλόν, ότι αφαιρεί πάσας τας έριδας περί της διαδοχής της υπερτάτης εξουσίας. Ο δε εις τον θρόνον ανερχόμενος, αν τύχη αγαθός, δύναται να πράξη πολλά αγαθά, αν δε κακός και ανίκανος, ελάχιστα κακά· διότι υπάρχουν και άλλαι αρχαί συμμεριζόμεναι την εξουσίαν. Αλλ' εις τους χρόνους εκείνους ο μονάρχης, είτε αγαθός είτε κακός, ήτο ο μόνος κύριος των πάντων. Και ηδύνατο μεν, αν ήτο αγαθός, να πράξη πολλά καλά, αλλά και κακός ων ηδύνατο να πράξη πολλά κακά και να φέρη το κράτος εις μεγάλας συμφοράς και εις όλεθρον. Πολλάκις δε άνθρωποι ανικανώτατοι ανήρχοντο εις τον θρόνον μόνον διά του δικαιώματος του κληρονομικού. Εις τοιαύτην λοιπόν περίστασιν αυτή η φύσις των πραγμάτων, τα συμφέροντα αυτά του κράτους επέβαλλαν την αλλαγήν του ανωτάτου άρχοντος. Αι εξ ανάγκης επερχόμεναι αυταί μεταβολαί είχαν και τούτο το καλόν, ότι ανεβίβαζαν εις την υπερτάτην αρχήν άνδρας του στρατού και του λαού, φέροντας εις τον θρόνον νέας δυνάμεις ηθικάς και ανακαινίζοντας και αναζωογονούντας την βασιλικήν εξουσίαν.

Β'. — Ο Ηράκλειος μέχρι της εις τον θρόνον αναβάσεώς του.

Ο Ηράκλειος ήτο πρωτότοκος υιός του στρατηγού Ηρακλείου, γεννηθείς εις την Καππαδοκίαν τω 575 μ. Χ. Ο πατήρ του Ηράκλειος ήτο ανήρ στρατιωτικός, σπουδαίον λαβών μέρος εις τας ενδόξους και νικηφόρους εναντίον των Περσών εκστρατείας, τας γενομένας επί του αυτοκράτορος Μαυρικίου. Τω 585 έγεινε δεύτερος, μετά τον αρχιστράτηγον Φίλιππον, αρχηγός του κατά Περσών πολέμου, το δε επόμενον έτος 586 απέκτησε μεγάλην φήμην, εκπορθήσας το οχυρόν φρούριον Μαζαρόν. Μετ' ολίγον δε, επιστρέψαντος του αρχιστρατήγου Φιλίππου εις Κωνσταντινούπολιν έμεινεν αυτός επί μακρόν αρχιστράτηγος, μέχρι της εις τον στρατόν αφίξεως του διαδόχου του Φιλίππου, του Κομεντιόλου. Τούτου αναλαβόντος την αρχιστρατηγίαν, οι Έλληνες ενικήθησαν από τους Πέρσας, αλλ' ο Ηράκλειος μετέβαλε την ήτταν εις νίκην φονεύσας τον αρχιστράτηγον των Περσών. Προς αμοιβήν δε ακριβώς του κατορθώματος τούτου διωρίσθη στρατηγός ή έξαρχος, ήτοι ανώτατος πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής μιας των μεγίστων και σπουδαιοτάτων επαρχιών του κράτους, ήτοι της Αφρικής, περιλαμβανούσης τας σημερινάς χώρας της Τύνιδος, του Αλγερίου και του Μαρόκου.

Εις την Αφρικήν ευρίσκομεν τον πατέρα Ηράκλειον ότε υπό την αθλίαν κυβέρνησιν του αυτοκράτορος Φωκά εκινδύνευε το κράτος τον έσχατον κίνδυνον. Ο Ηράκλειος εκ της γυναικός του Επιφανείας είχε τρία τέκνα, τον Ηράκλειον, τον Θεόδωρον και την Μαρίαν. Ο υιός του Ηράκλειος εγεννήθη και ανετράφη εις την Καππαδοκίαν, έτυχε δε ανατροφής και παιδεύσεως χριστιανικής επιμελεστάτης. Η μήτηρ του Επιφάνεια ήτο ευσεβής και η ευσέβειά της επέδρασε μεγάλως εις την ηθικήν διάπλασιν και μόρφωσιν των τέκνων της. Νέος έτι ων ο Ηράκλειος, αν και δεν έλαβε μέρος εις πόλεμον μέχρι της εις τον θρόνον ανόδου του, ησκήθη όμως, καθώς φαίνεται, εις τα στρατιωτικά, κατά τους χρόνους της νεότητός του, ως απέδειξεν ο έπειτα βίος του. Εις ηλικίαν 34 ή 35 ετών εμνηστεύθη μετά της Φαβίας, θυγατρός επισήμου ανδρός. Η Φαβία και η μέλλουσα πενθερά της, η μήτηρ του Ηρακλείου, ευρίσκοντο, δεν ηξεύρομεν διά τίνα λόγον, εις Κωνσταντινούπολιν, ότε ο Φωκάς, εν μέσω των πανταχόθεν λυμαινομένων το κράτος του δεινών, παρεξετρέπετο εις ωμάς τυραννικάς πράξεις, προκαλών συνωμοσίας εναντίον του, και τους ανακαλυπτομένους συνωμότας απηνώς τιμωρών και φονεύων. Υποπτεύσας και τας μεταξύ της συγκλήτου και του εξάρχου της Αφρικής Ηρακλείου (του πατρός) γινομένας διαπραγματεύσεις και συνεννοήσεις, διέταξε να συλληφθούν η υπό του λαού της πρωτευούσης ένεκα της ευσεβείας της μεγάλως τιμώμενη μήτηρ του Ηρακλείου και η μνηστή του και να κλεισθούν εις την Μονήν της Νέας Μετανοίας, διά να χρησιμεύουν ως όμηροι της προς αυτόν πίστεως του εξάρχου της Αφρικής. Αλλ' εν τω μεταξύ ο νέος Ηράκλειος εβάδιζε προς την πρωτεύουσαν, διότι ο πατήρ του, παρακαλούμενος θερμώς από την Σύγκλητον, είχεν αποφασίση επί τέλους να στείλη τον υιόν του εις την πρωτεύουσαν.

Δύο ήρωες εκίνησαν συγχρόνως από την Αφρικήν διά να λυτρώσουν το κράτος από τας χείρας του Φωκά.

Εκ τούτων ο μεν ήτο ο υιός του εξάρχου, ο δε άλλος ήτο Νικήτας ο υιός του Γρηγορά, υποστρατήγου και συγγενούς του Ηρακλείου. Και ο μεν Ηράκλειος ήρχετο με στόλον διά θαλάσσης, φέρων και στρατόν πεζόν, στρατολογηθέντα από την Τύνιδα, το Αλγέριον και την Μαυριτανίαν (Μαρόκον). Ο δε Νικήτας διά ξηράς, επί κεφαλής στρατού πεζού, επορεύετο την μακράν οδόν από της Καρχηδόνος μέχρι της Κωνσταντινουπόλεως. Λέγεται ότι οι δύο ήρωες είχαν εκ των προτέρων συμφωνήση να αναγνωρισθή ως βασιλεύς από τον άλλον εκείνος εξ αυτών, ο οποίος θα προλάβη να νικήση τον Φωκάν.

Τα πλοία του Ηρακλείου ήσαν καστελλωμένα, δηλαδή πυργωτά, έφεραν δε εις τα κατάρτια εικόνας της Θεοτόκου. Όταν ο στόλος έφθασεν εις τον Ελλήσποντον, ο Ηράκλειος έμαθεν από τον διοικητήν της Αβύδου τα εν Κωνσταντινουπόλει γενόμενα. Εις την Άβυδον είχαν συναχθή πανταχόθεν οι εκ Κωνσταντινουπόλεως εξορισθέντες από τον Φωκάν. Εκεί ο μητροπολίτης της Κυζίκου Στέφανος επρόσφερεν εις τον Ηράκλειον στέμμα, το οποίον ετηρείτο εις Αρτάκην, εις τον ναόν της Θεοτόκου, αναγνωρίζων τρόπον τινά αυτόν από τούδε βασιλέα. Από την Άβυδον ο Ηράκλειος μετέβη εις την Ηράκλειαν της Θράκης (την αρχαίαν Πέρινθον) και εκείθεν εις Κωνσταντινούπολιν. Ο Φωκάς νομίζων, ως φαίνεται, ότι ο Ηράκλειος από την Ηράκλειαν έμελλε να επέλθη διά ξηράς εις την Κωνσταντινούπολιν, έστειλε τον αδελφόν του Στέφανον εις τα Μακρά Τείχη διά να τον αποκρούση. Αλλ' ο Ηράκλειος ηκολούθησε την διά θαλάσσης οδόν, και ο Στέφανος ιδών τούτο έσπευσεν εις την πόλιν διά να εμποδίση την απόβασιν. Εν τούτοις ο Ηράκλειος, την 30 Οκτωβρίου 610 μ. Χ., έφθασε μετά του στόλου εις την δυτικήν άκραν της Κωνσταντινουπόλεως, όπου ήτο το Επταπύργιον. Πλησίον εκεί εις τον όρμον της Σοφίας συνεκροτήθη την επομένην ημέραν αιματηρά ναυμαχία μεταξύ του στόλου του Ηρακλείου και του στόλου του Φωκά. Κατά την ναυμαχίαν εκείνην ο Ηράκλειος έδειξεν έξοχον ανδρείαν και εκτεθείς προσωπικώς εις μεγίστους κινδύνους εκέρδισε τελείαν νίκην.

Μόλις εγνώσθη εις την πόλιν το αποτέλεσμα, αμέσως ο λαός, του οποίου εθραύοντο τα δεσμά, ανευφήμησε τον Ηράκλειον ως αυτοκράτορα. Την επαύριον ο στρατός εγκατέλιπε τον Φωκάν και ενωθείς μετά του λαού τον απεκήρυξεν. Ο Φωκάς συνελήφθη υπό του στρατού και απεκδυθείς την βασιλικήν πορφύραν ωδηγήθη εις την ναυαρχίδα του Ηρακλείου, και εκεί εφονεύθη, ενώ ο λαός της Κωνσταντινουπόλεως έβλεπε τα γινόμενα από την παραλίαν. Ο Ηράκλειος απεβιβάσθη, εις την πόλιν εν μέσω των ευφημιών του λαού και επρόσφερε την βασιλείαν εις τον εκ θυγατρός γαμβρόν του Φωκά Κρίσπον, ο οποίος είχεν εγκαταλείψη τον πενθερόν του και είχε προσχωρήση προς τον Ηράκλειον διά να σώση το κράτος, καθώς έλεγεν, από τον τύραννον και να τιμωρήση τον φονέα του Μαυρικίου και των τέκνων του και όχι διά να απαιτήση διάδημα και πορφύραν. Ο Κρίσπος πράγματι απεποιήθη τον προσφερόμενον θρόνον, και τέλος ο Ηράκλειος συνήνεσε να αναλάβη αυτός την αρχήν και συνοδευόμενος από τον επευφημούντα λαόν μετέβη εις τα ανάκτορα. Την επαύριον εστέφθη ως βασιλεύς και αυτοκράτωρ από τον πατριάρχην Σέργιον εις τον ανακτορικόν ναόν του αγίου Στεφάνου. Την ιδίαν ημέραν εστέφθη ως Αυγούστα, δηλαδή βασίλισσα και αυτοκράτειρα, και η μνηστή του Φαβία, μετονομασθείσα Ευδοκία. Την ιδίαν ημέραν έλαβαν αμφότεροι παρά του Πατριάρχου και τους στεφάνους του γάμου. Ούτω κατά το φθινόπωρον του 610 μ. Χ. ανήλθεν εις τον θρόνον του Βυζαντίου ο Ηράκλειος.

Γ'. — Τα μέχρι της πρώτης εκστρατείας του Ηρακλείου.

Όταν ο Ηράκλειος ανήλθεν εις τον θρόνον, η κατάστασις του κράτους ήτο εις άκρον αθλία. Κατά τα οκτώ έτη της αιματηράς κυβερνήσεως του Φωκά πάσα τάξις είχεν εκλείψη εις το κράτος. Το σύστημα ηγεμόνος ακολάστου κυβερνώντος διά της βίας και της σφαγής είχε καταβάλη το φρόνημα των υπηκόων και είχε διαφθείρη τα ήθη. Ούτε φρόνημα γενναίον ούτε αίσθημα πατρίδος και θρησκείας εζωογόνει ηθικώς το κράτος και τον λαόν. Ιδίως εις τον στρατόν επεκράτει πνεύμα στασιαστικόν, είχε δε εκλείψη πας νόμος πειθαρχίας. Εκ των γενναίων πολεμιστών, οι οποίοι είχαν τοσάκις νικήση υπό τας σημαίας του Μαυρικίου, οι πλείστοι είχαν πέση υπό τα ξίφη των Περσών. Τα νέα επί του Φωκά στρατολογηθέντα στίφη ήσαν άτακτα, άνευ πειθαρχίας και φρονήματος. Αι πλείσται των Ασιατικών επαρχιών ήσαν παραδεδομέναι εις το έλεος των Περσών, εις τας φλόγας και εις την ερήμωσιν. Ολόκληρος η Αρμενία και η Ασσυρία είχαν καταληφθή από τους Πέρσας. Ανθηρόταται πόλεις μεταξύ του Τίγρητος και του Ευφράτου είχαν πάθη καταστροφάς φοβεράς και μυριάδες των κατοίκων είχαν απαχθή εις αιχμαλωσίαν. Ολίγους δε μήνας μετά την εις τον θρόνον ανάβασιν του Ηρακλείου οι Πέρσαι διαβάντες τον Ευφράτην, την άνοιξιν του 611, κατέλαβαν όλας τας μέχρι της Αντιοχείας ακμαίας Ελληνικάς πόλεις. Ο στρατός ο αντιταχθείς εναντίον των Περσών κατεστράφη καθ' ολοκληρίαν.

Ο Ηράκλειος δεν ηδύνατο να θεραπεύση αμέσως την οικτράν κατάστασιν. Ούτε στρατόν είχεν αξιόμαχον, ούτε στρατηγούς ικανούς, ούτε την δέουσαν πολεμικήν παρασκευήν. Ο στρατός, τον οποίον έφερεν ο ίδιος από την Αφρικήν, ήτο ανεπαρκής. Και ήλθε μεν μετ' ολίγον μετά στρατού και ο προμνημονευθείς εξάδελφος του Νικήτας, θερμότατης τυχών δεξιώσεως παρά του Ηρακλείου· αλλά και πάλιν ο όλος στρατός ήτο μικρός αναλόγως των αναγκών της στιγμής. Ο δε μόνος άξιος στρατηλάτης και σύμβουλος αγαθός και πιστός του Ηρακλείου ήτο ο Νικήτας. Μετά την καταστροφήν του στρατού της Συρίας είς μόνος ακόμη υπήρχε στρατός εις την Ασίαν, ο προς άμυναν της Μικράς Ασίας σταθμεύων εις την Καισάρειαν. Αρχιστράτηγον αυτού διώρισεν ο Ηράκλειος τον γαμβρόν του Φωκά Κρίσπον. Ενώ αι Ασιατικαί επαρχίαι τόσα υπέφεραν από τους Πέρσας, αι Ευρωπαϊκαί επαρχίαι του Κράτους υπέκειντο εις αδιαλείπτους επιδρομάς Αβάρων, Βουλγάρων και Σκλαβηνών (Σέρβων, Κροατών και άλλων), η δε Ιταλία υπέφερε πολλά από τους εισβαλόντας Λομβαρδούς, έθνος Γερμανικόν βάρβαρον.

Εν μέσω τοιαύτης καταστάσεως πραγμάτων ο Ηράκλειος εσκέφθη να συνάψη ειρήνην έντιμον προς τον κινδυνωδέστερον των πολεμίων, τον βασιλέα των Περσών Χοσρόην. Ήλπιζε δε ότι ηδύνατο να το κατορθώση, καθόσον ο Χισρόης είχε κηρύξη τον πόλεμον διά να τιμωρήση τον Φωκάν ως σφετεριστήν του θρόνου και φονέα του ευεργέτου του Χοσρόη Μαυρικίου του αυτοκράτορος. Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος διά να εξακολουθήση επί πλέον ο πόλεμος. Τούτο είπαν εις τον Χοσρόην οι πρέσβεις του Ηρακλείου. Αλλ' ο Χοσρόης το όνομα του Μαυρικίου είχε μεταχειρισθή μόνον διά να δικαιολογήση τον πόλεμον, και δεν έστεργε να ειρηνεύση τώρα, ότε είχε καταλάβη τόσας χώρας. Ήλπιζε μάλιστα ότι έμελλε να υποτάξη μετ' ολίγον και ολόκληρον το κράτος, τουλάχιστον το εν Ασία. Ο Χοσρόης ούτε ηξίωσε να δώση απάντησιν εις τους πρέσβεις και τους απέπεμψεν απράκτους.

Μετ' ολίγον ο Ηράκλειος περιωρίσθη εις άμυναν της πρωτευούσης. Διότι οι Πέρσαι, είτε αυτοί κατασκευάσαντες λέμβους, είτε παρά των Αβάρων και παρά των Βουλγάρων και Σλαύων λαβόντες πλοιάρια πειρατικά, επετέθησαν και κατά της Κωνσταντινουπόλεως, αλλ' απεκρούσθησαν απολέσαντες τεσσάρας χιλιάδας ανδρών. Η ανάγκη της αμύνης της Κωνσταντινουπόλεως και η έλλειψις χρημάτων και ο από των Αβάρων και Βουλγάρων κίνδυνος δεν επέτρεπαν εις τον Ηράκλειον ούτε τώρα να παρασκευασθή σοβαρώς εις πόλεμον. Προς τοις άλλοις δε εξερράγη τότε (618) και λοιμός εις Αίγυπτον διαδοθείς εις πολλάς χώρας της Ευρώπης και μαστίσας την Κωνσταντινούπολιν και πολλάς χώρας του κράτους. Τέλος εσκέφθη ότι όπως όπως ήτο ανάγκη να απαλλαγή τουλάχιστον των Αβάρων, οι οποίοι είχαν στρατεύσει εις Θράκην. Έστειλε λοιπόν πρέσβεις προς τον Χαγάνον και εζήτησεν ειρήνην. Ο Χαγάνος συνήνεσεν, αλλ' εζήτησε να έλθη εις συνέντευξιν προς τον Ηράκλειον.

Μετ' ολίγον οι Πέρσαι κατέλαβαν την μεγάλην πόλιν Αντιόχειαν και ολόκληρον την βόρειον Συρίαν. Και μέρος μεν του στρατού των επροχώρησεν εις την Μικράν Ασίαν, μέρος δε εις την Παλαιστίνην. Η Παλαιστίνη και η Φοινίκη υπέφεραν και από άλλους εχθρούς. Εις τας χώρας εκείνας ευρίσκοντο πολυάριθμοι Ιουδαίοι, ιδίως εις Τύρον, όπου ο πληθυσμός αυτών ανήρχετο εις 40 χιλιάδας. Οι Ιουδαίοι ούτοι ενθαρρυνθέντες από την Περσικήν εισβολήν επανεστάτησαν, και επετέθησαν μάλιστα κατά της Τύρου, αλλ' ηττήθησαν πανταχού. Μετ' ολίγον όμως, ότε οι Πέρσαι εισέβαλαν εις την Παλαιστίνην, εξήφθη δεινότατα το κατά των Χριστιανών φανατικόν μίσος των. Ότε δε οι Πέρσαι κατέλαβον τω 614 αυτήν την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, είκοσι χιλιάδες Ιουδαίοι ωπλίσθησαν διά να σφάξουν τους Χριστιανούς. Εις ενενήκοντα χιλιάδας αναβιβάζονται οι χριστιανοί, όσοι εφονεύθησαν τότε εις μόνην την Αγίαν πόλιν υπό των Περσών και των Ιουδαίων. Και αυτούς τους Χριστιανούς, τους οποίους οι Πέρσαι ηχμαλώτιζαν διά να τους πωλήσουν ως δούλους, τους ηγόραζαν οι Ιουδαίοι και τους εφόνευαν. Κατά την επιδρομήν εκείνην εφονεύθησαν και χιλιάδες μοναχών. Οι ασκηταί μοναχοί της περιφήμου μονής του αγίου Σάββα, κειμένης πέντε ώρας μακράν της Αγίας πόλεως, εσφάγησαν ανηλεώς, μέχρι δε της σήμερον εις το προαύλιον της μονής διατηρείται μεγάλος σωρός από οστά των σφαγέντων μοναχών, μάρτυρες του μεγέθους της καταστροφής. Τότε συνελήφθη και απήχθη εις αιχμαλωσίαν εις τα ενδότερα της Περσίας και ο πατριάρχης της Ιερουσαλήμ Ζαχαρίας. Ό,τι δε εις μέγιστον βαθμόν ελύπησε τους Χριστιανούς ήτο η υπό των Περσών σύλησις του τιμίου ξύλου του Σταυρού. Ο Πέρσης στρατηγός Σάρβαρος ήρπασε τον Σταυρόν, τον έκλεισεν εις θήκην και τον εσφράγισε με την σφραγίδα του πατριάρχου προς πίστωσιν της ταυτότητος. Το ναΐδιον του Αγίου Τάφου και αι εκκλησίαι έγειναν παρανάλωμα του πυρός. Οι Πέρσαι επώλησαν τα ιερά σκεύη και όλα τα εκ των ευσεβών δωρεών των πιστών απ' αιώνων θησαυρισμένα πλούσια αφιερώματα. Η Γαλιλαία και αι όχθαι του Ιορδάνου ποταμού καθ' όλον το μήκος εκαλύφθησαν από ερείπια. Όσοι εκ των κατοίκων της Αγίας πόλεως και των λοιπών πόλεων της Αγίας Γης κατώρθωσαν να διαφύγουν τα ξίφος των Περσών, κατέφυγαν εις την Αίγυπτον και ιδίως εις την Αλεξάνδρειαν. Εκεί ευρήκαν φιλάνθρωπον περίθαλψιν από τον φιλανθρωπότατον πατριάρχην Αλεξανδρείας Ιωάννην τον Ελεήμονα. Ο άγιος ούτος πατήρ της Εκκλησίας, του οποίου εορτάζεται η μνήμη την 12 Νοεμβρίου, καθώς ήτο πάντοτε, ούτως εφάνη και εις την περίστασιν εκείνην ονόματι και πράγματι Ελεήμων. Έδειξε πατρικήν αγάπην και στοργήν προς τους φυγάδας, μεταβαίνων ο ίδιος εις τα ξενοδοχεία και τα νοσοκομεία, όπου τους εφιλοξένει περιποιούμενος τας πληγάς των και διανέμων διά της ιδίας χειρός τροφάς και ενδύματα. Έστειλε δε και ανθρώπους του εις την Ιερουσαλήμ μετά την αναχώρησιν των Περσών διά να μοιράσουν χρήματα, σίτον και ενδύματα εις τους δυστυχείς, όσοι είχαν επιστρέψει εκεί. Έπεμψε δε και άλλους κληρικούς με πολλά χρήματα εις τον Περσικόν στρατόν, διά να εξαγοράσουν αιχμαλώτους.

Αλλά μετ' ολίγον (τω 616 μ. Χ.) και η Αλεξάνδρεια και όλη η Αίγυπτος μέχρι των ορίων της Αβησσυνίας εις την αυτήν υπέκυψαν συμφοράν της Περσικής εισβολής. Η Αλεξάνδρεια ελεηλατήθη και η Αίγυπτος πολλαχού ηρημώθη. Αλλ' ενώ η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος τοιαύτα έπασχαν δεινά, ο φοβερώτατος των κινδύνων επήρχετο εναντίον αυτής της πρωτευούσης.

Πριν ακόμη οι Πέρσαι προχωρήσουν εις την Παλαιστίνην, είχαν εισελάσει εις την Μικράν Ασίαν (612). Στρατός ισχυρός προς απόκρουσίν των δεν υπήρχεν. Ο μόνος εις το κέντρον της χώρας ταύτης, εις Καισάρειαν, σταθμεύων στρατός υπό τον Κρίσπον διετέλει και αυτός εις παραλυσίαν. Οι μεγάλοι εκείνοι γενναίοι στρατοί οι προ 15 ετών επί του Μαυρικίου τοσαύτα διαπράξαντες έργα είχαν εκλείψει. Εκ της απογραφής, την οποίαν ενήργησεν ο Ηράκλειος, εγνώσθη ότι εκ των πολλών εκείνων μυριάδων του στρατού του Μαυρικίου δύο μόνοι έζων έτι. Και όμως μόλις είχαν παρέλθει δέκα έτη από του θανάτου του Μαυρικίου! Ο Ηράκλειος μετέβη εις την Μικράν Ασίαν, επορεύθη μέχρι Καισαρείας, αλλ' ούτε στρατόν εύρεν αξιόμαχον ούτε κανένα στρατηγόν. Μετά την εις Κωνσταντινούπολιν επιστροφήν του αυτοκράτορος οι Πέρσαι εκυρίευσαν και την Καισάρειαν της Καππαδοκίας και ηχμαλώτισαν άπειρον πλήθος ανθρώπων. Από της Καισαρείας επροχώρησαν προς το βορειανατολικόν της Μικράς Ασίας, και κατά το 616, το αυτό έτος κατά το οποίον η Αίγυπτος εκυριεύθη από τους Πέρσας, ο Πέρσης στρατηγός Σαήν(=Σαχίν) προήλασε μέχρι Χαλκηδόνος απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως. Και δεν ηδυνήθησαν μεν οι Πέρσαι να την κυριεύσουν, πολύ δε ολιγώτερον να προσβάλουν την Κωνσταντινούπολιν, ως μη έχοντες άλλως και πλοία, αλλ' όμως και ούτω μεγάλη ήτο η ταραχή εις Κωνσταντινούπολιν, οπόθεν έβλεπαν οι κάτοικοι τους πολεμίους διά πυρός και σιδήρου ερημούντας πάσας τας πλησίον χώρας εις την απέναντι ασιατικήν παραλίαν. Τότε ο αυτοκράτωρ ενόμισεν ότι πριν πέση από τους Πέρσας η πολιορκουμένη Χαλκηδών έπρεπε να προβή εις διάβημά τι περί ειρήνης προς τους Πέρσας. Προς τούτο δεν εδίστασε να αποταθή εις τον Σαήν και να έλθη μάλιστα εις συνάντησίν του, πέμψας συγχρόνως πολλά και πολύτιμα δώρα. Όταν ο Αυτοκράτωρ απέβη εις την Ασιατικήν παραλίαν, έσπευσεν ο Σαήν εις προϋπάντησιν και ερρίφθη κατά πρόσωπον επί της γης, όπως οι Πέρσαι μεγιστάνες επροσκύνουν τους βασιλείς των. Έπειτα ελάλησε προς τον αυτοκράτορα μεγαλοφώνως περί των ωφελειών της μεταξύ των δύο κρατών διαρκούς ειρήνης και ωρκίσθη ότι αυτός επεθύμει διακαώς τοιαύτην ειρήνην. Παρεκάλεσε δε τον αυτοκράτορα να πέμψη πρέσβεις προς τον Χοσρόην και να ζητήση ειρήνην, υποσχόμενος ο ίδιος να συνοδεύση τους πρέσβεις και να συνηγορήση υπέρ της παραδοχής των προτάσεων του Ηρακλείου. Ο αυτοκράτωρ επιστρέψας εις Κωνσταντινούπολιν και συσκεφθείς μετά του πατριάρχου και της συγκλήτου απεφάσισε να πέμψη πρέσβεις προς τον Χοσρόην. Τοιούτοι δε διωρίσθησαν ο Έπαρχος της αυλής Ολύμπιος, ο έπαρχος της πόλεως Λεόντιος και ο οικονόμος της Εκκλησίας της Αγίας Σοφίας Αναστάσιος. Μετά των πρέσβεων τούτων απήλθε και ο Σαήν αφήσας πολιορκητικόν στρατόν εις την Χαλκηδόνα, αφού απέσυρε το μεγαλείτερον μέρος του στρατού του εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας.

Αλλ' εναντίον πάσης προσδοκίας του Σαήν, ο Χοσρόης κατελήφθη υπό μανίας και οργής, όταν είδε τον Σαήν μετά των πρέσβεων. Και προς μεν τους πρέσβεις είπεν υβριστικώς: «Δεν θα φεισθώ υμών, αν δεν αρνηθήτε τον Εσταυρωμένον, περί του οποίου λέγετε ότι είναι Θεός, και δεν προσκυνήσητε τον ήλιον.» Αποβλέψας δε προς τον Σαήν είπεν: «Άθλιε, ηρνήθης λοιπόν τον κύριόν σου, προσκυνήσας ξένον; Έπρεπε να συλλάβης τον Ηράκλειον και τον φέρης δέσμιον». Και διέταξε να εκδάρουν τον Σαήν ζώντα, και να κατασκευάσουν από το δέρμα του ασκόν, τους δε πρέσβεις να ρίψουν εις το δεσμωτήριον. Και ο μεν Λεόντιος απέθανεν εκεί ασθενήσας· οι δε άλλοι δύο έμειναν δέσμιοι μέχρις ου ο Ηράκλειος εισέβαλεν εις το Περσικόν κράτος, και τότε εφονεύθησαν διά ραβδισμών. Έστειλε δε τότε ο Χοσρόης και επιστολήν προς τον βασιλέα, εις την οποίαν ωνόμαζε τον εαυτόν του «βασιλέα και κύριον του κόσμου, τον ήλιον του μεγάλου Ωρομάσδου, (του μεγάλου θεού των Περσών)», τον δε Ηράκλειον «ευτελή και αναίσθητον δούλον». Έλεγε δε προσέτι: «Αρνούμενος να υποταχθής εις την εξουσίαν μας, καλείς τον εαυτόν σου κύριον και βασιλέα».

Απεκάλει τον στρατόν του βασιλέως «στίφος ληστών», και ηπόρει πως δεν έβλεπεν ο Ηράκλειος ότι αυτός (ο Χοσρόης) κατέστρεφε το κράτος του, καταλαμβάνων την Καισάρειαν, την Ιερουσαλήμ και την Αλεξάνδρειαν. «Και δεν δύναμαι εγώ να καταστρέψω και την Κωνσταντινούπολιν; (έγραφε προσέτι ο Χοσρόης). Δύναμαι να συγχωρήσω όλα τα σφάλματα σου, εάν έλθης ενταύθα μετά της γυναικός και των τέκνων σου. Θα σου δώσω χώρας, αμπέλους και ελαιώνας διά να έχης άφθονα τα προς το ζην. Μη απατάσαι ελπίζων εις τον Χριστόν, αφού δεν ηδυνήθη να σώση εαυτόν από τας χείρας των Ιουδαίων, οι οποίοι τον εφόνευσαν καρφώσαντες εις τον Σταυρόν. Και αν κατέλθης εις τα βάθη της θαλάσσης, και εκεί θα εκτείνω την χείρα μου και θα σε συλλάβω, και τότε θα με ιδής χωρίς να το θέλης!»

Τοιαύτα έλεγε προς τους πρέσβεις και έγραφε προς τον αυτοκράτορα Ηράκλειον ο ασεβής Πέρσης. Εννοείται ότι δεν ήτο πλέον δυνατόν να γίνεται λόγος περί ειρήνης. Ο Χοσρόης εις την θέσιν του βαρβάρως φονευθέντος Σαήν έστειλε τον στρατηγόν Σάρβαρον ή Σαρβαραζόν, όστις, κατά τα λεγόμενα εξέτεινε τας επιδρομάς του (617) μέχρι της Χαλκηδόνος και της Χρυσουπόλεως.

Ο Ηράκλειος θέλων να στρέψη πάσας τας δυνάμεις και ενεργείας του εναντίον των Περσών, εθεώρησεν αναγκαίον να καταστήσει ακίνδυνον τον εν Ευρώπη πολέμιον, τον Χαγάνον δηλονότι των Αβάρων, ο οποίος ελεηλάτει τας πλησίον της πρωτευούσης Ευρωπαϊκάς επαρχίας του κράτους. Προς τούτο δεν εδίστασε να έλθη και εις προσωπικήν συνέντευξιν προς τον Χαγάνον πλησίον της Σηλυβρίας. Αλλά κατά την περίστασιν αυτήν έδειξεν ο Χαγάνος απιστίαν και δολιότητα, παρασκευάσας ενέδραν κατά του αυτοκράτορος και ζητών να τον συλλάβη. Αλλ' αίφνης ο αυτοκράτωρ έμαθε παρά τινων χωρικών τας επιβούλους κινήσεις των βαρβάρων και από την ταραχήν του μόλις διεσώθη, φεύγων επί ίππου ταχέως και εγκαταλείψας την βασιλικήν αποσκευήν και την σωματοφυλακήν. Οι βάρβαροι κατεδίωξαν τον αυτοκράτορα από Σηλυβρίας μέχρι των τειχών της Κωνσταντινουπόλεως ξιφήρεις και πατούντες διά των ίππων τα φεύγοντα γυναικόπαιδα, φονεύοντες και ληστεύοντες και πληρούντες το έδαφος διά πτωμάτων. Από την επιδρομήν ταύτην επέστρεψαν με πολλάς χιλιάδας αιχμαλώτων. Ταύτα συνέβησαν κατά το 619 μ.Χ.

Το επόμενον έτος 620 ο αυτοκράτωρ θεωρών πάλιν απαραίτητον την προς τους Αβάρους ειρήνην έπεμψε πρεσβείαν εις τον Χαγάνον παραπονούμενος διά την γενομένην παρασπονδίαν. Ο Χαγάνος αισχυνόμενος διά τα γενόμενα εδικαιολογείτο λέγων, ότι δεν ηδυνήθη να κρατήση τους ανθρώπους του και ότι ήτο πρόθυμος να αποδώση τους αιχμαλώτους και ό,τι εκ των αρπαγέντων ηδύνατο να περισυλλέξη, διαβεβαιών δε ότι διά το αδίκημα τούτο έμελλε να αποζημιώση τον αυτοκράτορα διά του ζήλου, τον οποίον έμελλε να δείξη υπέρ του κράτους, γινόμενος σύμμαχος. Όπως είχαν τα πράγματα τότε, ο αυτοκράτωρ την ανάγκην ποιούμενος φιλοτιμίαν, εφάνη ευχαριστημένος από την απάντησιν του Χαγάνου.

Αλλ' ο Χαγάνος και ο από των Περσών της Μικράς Ασίας κίνδυνος και η απορία χρημάτων δεν ήσαν τα μόνα κακά, κατά των οποίων επάλαιεν ο αυτοκράτωρ. Είχε και πολλούς ευπατρίδας φανερά ή κρυφίως αντιπολιτευομένους κατ' αυτού. Εκτός του εξαδέλφου του Νικήτα, πάντες οι λεγόμενοι ανώτεροι στρατιωτικοί ήσαν άπιστοι προς αυτόν και εχθροί. Αυτή η Σύγκλητος αντεπολιτεύετο προς αυτόν. Μόνον ο λαός είχεν αγάπην απεριόριστον προς τον αυτοκράτορα. Η δε δημοτικότης του περιποιεί μεγάλην τιμήν εις τον άνδρα.

Διότι ήτο σπάνιον εις την Κωνσταντινούπολιν, εν μέσω τοιούτων δεινών, ανήρ έξωθεν ελθών και προ ολίγων ετών ανακηρυχθείς βασιλεύς, να εξακολουθή τοσούτον αγαπώμενος υπό του λαού. Εν τούτοις ο Ηράκλειος εν μέσω τόσων δυσχερειών εσκέφθη επί στιγμήν να φύγη από την πρωτεύουσαν. Δεν ήτο ο σκοπός του να φύγη ως ρίψασπις, εγκαταλείπων το κράτος εν μέσω των κινδύνων. Αλλά θεωρών ότι, ως είχαν τα πράγματα, ήτο αδύνατον να κυβερνά μόνον εις Κωνσταντινούπολιν, ήθελε να επιστρέψη εις την Καρχηδόνα και εκείθεν να διοργανώση τον πόλεμον και την άμυναν του κράτους. Είχε στείλη μάλιστα εις Καρχηδόνα πλοίον με τα πολυτιμότερα βασιλικά κειμήλια. Αλλά ευθύς ως η είδησις εγνώσθη εις Κωνσταντινούπολιν, ο λαός κατελήφθη από θλίψιν μεγάλην. Πανταχόθεν το άπειρον πλήθος έτρεχεν εις τα ανάκτορα και επολιόρκει τας πύλας και με τας χείρας υψωμένας προς τα παράθυρα και με δάκρυα εις τους οφθαλμούς εξώρκιζε τον αυτοκράτορα να μη τον εγκαταλείψη.

Οι δε τολμηρότεροι προέτειναν να κρατήσουν διά της βίας τον αυτοκράτορα. Κατά την κρίσιμον εκείνην στιγμήν εφάνη εις τα ανάκτορα ανήρ γενναίος και σεβαστός, άγιος και φιλόπατρις, ο πατριάρχης Σέργιος. Κρατών τον αυτοκράτορα εκ της χειρός εξήλθεν εκ των ανακτόρων και τον ωδήγησεν εις τον μέγαν ναόν της Αγίας Σοφίας. Εκεί ενώπιον του Θεού και εν ονόματι αυτού επίεσε τον Ηράκλειον να ορκισθή ότι θα εγκαταλείψη το σχέδιον της φυγής, ως ολεθριώτατον εις την πόλιν και εις το κράτος. Αφ' ης στιγμής ωρκίσθη ο Ηράκλειος, εισήλθεν εις νέον στάδιον ενεργείας. Εκ της υποχρεώσεως, την οποίαν ανελάμβανεν απέναντι του λαού και του κράτους, ησθάνθη νέαν ηθικήν δύναμιν προς επιτέλεσιν του καθήκοντος, νέαν δύναμιν υψούσαν αυτόν εις το ύψος της μεγάλης βασιλικής αποστολής, υπεράνω του μεγέθους των επικρεμαμένων κινδύνων και συμφορών! Από τούδε αφωσιώθη εις το μέγα έργον της σωτηρίας του κράτους. Η ακράδαντος πίστις εις την βοήθειαν του Θεού και η εκ της πίστεως ταύτης ενισχυομένη συνείδησις του καθήκοντος καθίστα αυτόν ισχυρότατον απέναντι του φόβου και των αδυναμιών, η δε τοσούτον τρανώς εκδηλωθείσα πίστις, αγάπη και αφοσίωσις του λαού και του κλήρου τον κατέστησαν ισχυρότατον επί του θρόνου.

Από τούδε βλέπομεν τον Ηράκλειον αληθώς παντοδύναμον και παντουργόν. Αποφασίζει ν' αναλάβη αυτός την αρχηγίαν του πολέμου οδηγών τον στρατόν εναντίον του Χοσρόου, ο οποίος επαρθείς διά τας νίκας κατεβασάνιζε τους κατακτηθέντας. Καθ' όλον τον χειμώνα του έτους 621 — 622 ο Ηράκλειος απεσύρθη εις απομεμονωμένην εκτός της πόλεως κατοικίαν και ειργάζετο εκεί ακοινώνητος και αφανής εις τον λοιπόν κόσμον. Οι πολίται, γνωρίζοντες την μεγάλην ευσέβειάν του, ενόμιζαν ότι ο βασιλεύς ήθελε θρησκευτικώς να παρασκευασθή διά τον πόλεμον, ζητών άνωθεν φωτισμόν διά το μέγα έργον. Τινές μάλιστα έλεγαν, ότι και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και ο προφήτης Ηλίας και αυτός ο Χριστός εζήτησαν την έμπνευσιν του θείου πνεύματος εις την ερημίαν.

Ο δε Ηράκλειος καθ' όλον τούτον τον χρόνον εμελέτα τα κατά τον πόλεμον, σπουδάζων λεπτομερώς την στρατιωτικήν γεωγραφίαν των χωρών όπου έμελλε να εκστρατεύση και έχων υπ' όψιν πολλούς χάρτας και σχεδιογραφήματα στρατιωτικά των χωρών των Περσικών από τους Περσικούς πολέμους του αυτοκράτορος Μαυρικίου. Ο Ηράκλειος ήτο ευσεβέστατος, εις τον πόλεμον δε τούτον έδειξε τα αληθή θρησκευτικά του αισθήματα, προσπαθών διά της θρησκείας και της εις τον θεόν πίστεως να εμπνεύση εις τον στρατόν αίσθημα τιμής στρατιωτικής, καθήκοντος στρατιωτικού και την δύναμιν την ηθικήν προς καταφρόνησιν του θανάτου. Πόσον πρακτική ήτο του Ηρακλείου η ευσέβεια και το θρησκευτικόν αίσθημα μαρτυρεί το εξής γεγονός:

Ως εκ της καταστάσεως των πραγμάτων μεγάλη έλλειψις χρημάτων υπήρχεν εις το κράτος, ο δε Ηράκλειος είχεν ανάγκην πόρων προς παρασκευήν της εκστρατείας. Διά να θεραπεύση λοιπόν εκ του προχείρου την ανάγκην ταύτην, έλαβεν εν είδει δανείου χρήματα από τα ευαγή ιδρύματα. Από τον ναόν της Αγίας Σοφίας έλαβε τα πολυκάνδηλα και άλλα σκεύη εκκλησιαστικά και εκ τούτων έκοψε νομίσματα. Τόση δε ήτο η πίστις και η αφοσίωσις του λαού προς τον βασιλέα και η πεποίθησις ότι παν ό,τι έπραττε το έπραττεν εξ ανάγκης υψίστης και απαραιτήτου, προς το συμφέρον της Εκκλησίας και του κράτους, ώστε κανείς δεν εσκανδαλίσθη, ουδείς εγόγγυσε διά το γενόμενον. Την δύναμην του θρησκευτικού αισθήματος εις τον στρατόν είχαν εννοήση και οι προκάτοχοι του Ηρακλείου αυτοκράτορες και ηγωνίζοντο να συνδυάσουν εις το πνεύμα και εις την καρδίαν του στρατού το αίσθημα το θρησκευτικόν με το φρόνημα το στρατιωτικόν: Και αυτός ο Φωκάς είχε προτείνει εις την ιεράν Σύνοδον να κατατάσσεται μεταξύ των μαρτύρων πας στρατιώτης πίπτων επί του πεδίου της μάχης εν πολέμω κατ' αλλοπίστων. Ο δε Ηράκλειος ενόησε κάλλιστα πως ήτο δυνατόν να επιτευχθή το σωτήριον έργον της ανυψώσεως του στρατού διά της θρησκείας, εις τρόπον ώστε ο πολεμών εναντίον των βαρβάρων υπέρ της πατρίδος να αισθάνεται ότι και υπέρ πίστεως επολέμει. Αρχαία τις παροιμία έλεγεν: «Οι λόγοι κινούσι, τα δε παραδείγματα ελκύουσιν.» Ο δε Ηράκλειος ήθελε και διά λόγων να κινή και να εξεγείρη το φρόνημα και το αίσθημα του στρατού και διά παραδειγμάτων να ελκύη και να αναγκάζη τον στρατιώτην να μάχεται μετά ζήλου ενθέου. Δεν υπάρχει διά τον στρατόν παράδειγμα ελκυστικώτερον του παραδείγματος του αρχηγού, και μάλιστα όταν ούτος είναι βασιλεύς. Τούτο μαρτυρεί ολόκληρος η ιστορία της ανθρωπότητος. Οι περισσότεροι των αρχαίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων εστράτευαν μετά του στρατού των εις τους πολέμους, όπως και ο μέγας Αλέξανδρος. Το παράδειγμα ηκολούθησαν και οι πρώτοι του Βυζαντίου αυτοκράτορες. Αλλ' από διακοσίων περίπου ετών κανείς αυτοκράτωρ δεν παρευρέθη εις μάχην. Βαθμηδόν είχε καταντήσει συνήθεια σχεδόν υποχρεωτική να μη εκστρατεύουν οι αυτοκράτορες διά να μη εκτίθενται εις κινδύνους. Αλλ' ο Ηράκλειος δεν ήθελε πλέον να υπακούση εις τοιαύτας συνηθείας. Ήθελε να δώση υψηλόν παράδειγμα εις τον στρατόν, εκστρατεύων μετ' αυτού, ηγούμενος αυτού και μετ' αυτού κινδυνεύων. Η ιστορία του μεγάλου πολέμου, τον οποίον επεχείρησε μετ' ολίγον, είνε απ' αρχής μέχρι τέλους σειρά μεγάλων και γενναίων πράξεων πολεμικών, έργων της προσωπικής του ανδρείας, αλλ' εν ταυτώ και λόγων και προσφωνήσεων προς τον στρατόν υψίστης ηθικής και θρησκευτικής σημασίας. Εις τους λόγους τούτους φέρεται πάντοτε το όνομα του Θεού και του Χριστού, της Πίστεως και της Εκκλησίας. Ο πόλεμος άλλως τε είχε θρησκευτικόν χαρακτήρα απ' αρχής μέχρι τέλους, αφού τοιούτον είχε δώση χαρακτήρα και ο Χοσρόης, κηρύξας πόλεμον εξολοθρεύσεως εναντίον της πίστεως του Ιησού Χριστού. Εκράτει δε ως τρόπαιον αυτό το τίμιον ξύλον του Σταυρού, του ιερωτάτου συμβόλου τούτου του Χριστιανικού στρατού.

Η εκστρατεία ήρχισε κατά την άνοιξιν του 622, αφού ο Ηράκλειος διά να μεταχειρισθή τον μόνον στρατόν του, και να δυνηθή να τον μεταφέρη από την Ευρώπην εις την Ασίαν, ανενέωσε την προς τον Χαγάνον φιλίαν. Μετά μεγάλης μάλιστα φρονήσεως φερόμενος προσεκάλεσε τον Χαγάνον, ως φίλον και σύμμαχον, να τον βοηθήση εις τον κατά των Περσών πόλεμον και τον ωνόμασεν επίτροπον του ανηλίκου υιού του.

Η επαύριον του Μεγάλου Πάσχα, η 5 Απριλίου του 622, ωρίσθη διά την έναρξιν της εκστρατείας. Κατ' εκείνην την ημέραν ο αυτοκράτωρ ηγούμενος του μικρού του στρατού έμελλε να εγκαταλείψη την πρωτεύουσαν.

Η αγγελία της αναχωρήσεως του αυτοκράτορος διαδοθείσα εις την πόλιν συνεκίνησε μεγάλως τον λαόν. Διότι, καθώς είπαμεν, καινοφανές ήτο να απέλθη ο αυτοκράτωρ εις πόλεμον, αφού από διακοσίων ετών τοιούτον τι δεν είχε γίνη. Και αυτοί οι γενναιότατοι βασιλείς Τιβέριος Β' και Μαυρίκιος, ενώ ως στρατηγοί λαμπρούς διεξήγαγαν πολέμους, ως αυτοκράτορες δεν είχαν επιχειρήσει εκστρατείας. Ο Ηράκλειος και πρότερον είχε μεταβή εις Καισάρειαν, αλλά τούτο είχε πράξει διά να εξετάση την κατάστασιν της χώρας και του στρατού και όχι διά να πολεμήση. Και τώρα όλος ο λαός έβλεπεν ως θαύμα τον αυτοκράτορα αλλάσσοντα την βασιλικήν πορφύραν αντί απλής στρατιωτικής στολής, και το στέμμα αντί περικεφαλαίας, και προσερχόμενον εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας διά να λάβη τας ευλογίας της Εκκλησίας. Ο Ηράκλειος ήκουσε μετά βαθυτάτης κατανύξεως την ιεράν ακολουθίαν, έπεσε πρηνής προ του Αγίου βήματος και εδεήθη προς τον Θεόν λέγων: «Δέσποτα Θεέ και Κύριε Ιησού Χριστέ, μη παραδώς ημάς εις όνειδος τοις εχθροίς σου διά τας αμαρτίας ημών, αλλ' επιβλέψας ελέησον και την κατά των εχθρών σου νίκην δος ημίν, όπως μη καυχήσωνται οι αλάστορες κατά της σης κληρονομίας επαιρόμενοι». Έπειτα εστράφη προς τον παριστάμενον εκεί Πατριάρχην Σέργιον και είπεν «Εις τας χείρας του Θεού και της θεομήτορος και σου αφίημι την πόλιν ταύτην και τον υιόν μου.» Επιτρόπους του ωνόμασε τον πατριάρχην Σέργιον και τον Πατρίκιον Βόνον ή Βονοσόν, άνδρα εχέφρονα και κατά πάντα συνετόν και πεπειραμένον. Έπειτα δε λαβών την αχειροποίητον εικόνα του Χριστού και κρατών αυτήν και ηγούμενος του στρατού μετέβη εις την παραλίαν φορών απλουστάτην στρατιωτικήν στολήν και πέδιλα όχι κόκκινα, καθώς συνήθιζαν οι Βασιλείς, αλλά μαύρα όπως των λοιπών στρατιωτών. Τότε δε ο πατριάρχης Σέργιος ηυχήθη να βαφούν κόκκινα διά του αίματος των εχθρών. Μεγάλη συγκίνησις και μέγας ενθουσιασμός κατέλαβε πάντας τους παρισταμένους εις τον ναόν και όλον τον λαόν της πρωτευούσης. Ησθάνοντο το φρόνημά των υψούμενον και αναζωογονουμένας τας ελπίδας των περί μελλούσης νίκης. Άπειρον πλήθος λαού συνώδευσε τον αυτοκράτορα και τον στρατόν μέχρι της παραλίας και εκεί υπό τας ευφημίας και τας μεγαλοφώνους ευχάς του λαού επεβιβάσθη ο Ηράκλειος μετά του στρατού του εις τα πλοία. Ο στόλος μετ' ολίγον εξηφανίσθη προς τον Ελλήσποντον, φέρων την τύχην του βασιλέως και του κράτους, χωρίς κανείς να γνωρίζη πού μεταβαίνει.

Δ'. — Η πρώτη εκστρατεία τον Ηρακλείου (622 — 623 μ. Χ.).

Ο Ηράκλειος είχε να πολεμήση προς εχθρόν, ο οποίος κατείχε στρατιωτικώς όλας τας Ασιατικάς χώρας του κράτους, το δε μέτωπον του στρατού τούτου ήτο ακριβώς απέναντι της Κωνσταντινουπόλεως. Ο αυτοκράτωρ επερχόμενος κατά του εχθρικού στρατού ηδύνατο να το προσβάλη κατά μέτωπον μετά των μικρών του δυνάμεων. Αλλά τότε, αν μεν ενίκα, ήτο υποχρεωμένος βήμα προς βήμα να τον ακολουθήση εις τα ενδότερα της Μικράς Ασίας, οδεύων μήνας ολοκλήρους μέχρι των ορίων του Περσικού κράτους και κατατρίβων τον μικρόν στρατόν του εις παντοειδείς δυσχερείας. Αν δε τουναντίον ενικάτο, η ήττα ερχομένη ευθύς εις την αρχήν του πολέμου και προ των οφθαλμών των κατοίκων της Κωνσταντινουπόλεως ηδύνατο να επιφέρη μεγίστην ηθικήν απόγνωσιν, και να καταλήξη εις την πτώσιν της πρωτευούσης.

Η στρατηγική του Ηρακλείου απέβλεπεν εις το να αναγκάση τους Πέρσας να εκκενώσουν ταχέως και αφ' εαυτών τας Ασιατικάς χώρας του κράτους, τουλάχιστον την Μικράν Ασίαν. Και προς τούτο διάφορος εχρειάζετο τακτική. Αι Ασιατικαί χώραι του κράτους αι κατεχόμεναι υπό των Περσών είχαν πολλάς εκτεταμένας παραλίας, πολλάς γωνίας μη καταληφθείσας έτι και μη δυναμένας να καταληφθούν ευκόλως υπό του εχθρού. Ήθελε λοιπόν ο Ηράκλειος να καταλάβη μετά του στρατού του μίαν τοιαύτην μεμακρυσμένην γωνίαν παρά την θάλασσαν και εκείθεν να απειλήση τα νώτα του εχθρικού στρατού και να τον αναγκάση εις υποχώρησιν, έχων ο ίδιος πάντοτε ασφαλές ορμητήριον τον στόλον του. Ακριβώς δε απεδείχθη άπαξ έτι τι σημαίνει διά την άμυναν των ελληνικών χωρών η θάλασσα και εδικαιώθη το λόγιον του μεγάλου Περικλέους: «Μέγα το της θαλάσσης κράτος».

Ο Ηράκλειος, αφού ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν μετά του στόλου προς την διεύθυνσιν του Ελλησπόντου και εξήλθε του πορθμού τούτου, έπλευσε το Αιγαίον πέλαγος κατά τα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, έπειτα παρά την Ρόδον, και πλέων κατά τας νοτίας παραλίας της Μικράς Ασίας εισήλθεν εις τον κόλπον τον Ισσικόν (τον κόλπον της Αλεξανδρέττης), τον μεταξύ της νοτίας παραλίας της Μικράς Ασίας και της παραλίας της βορείου Συρίας, και εις εκείνην την γωνίαν απεβίβασε τον στρατόν του. Κατά τον οπωσούν μακρόν τούτον πλουν ο Ηράκλειος έδειξε το πρώτον την αρετήν του ως βασιλέως και ως αρχιστρατήγου. Γενομένης τρικυμίας και θορυβηθέντος του στρατού και αυτού του πληρώματος, ο Ηράκλειος έλαβε την κυβέρνησιν της βασιλικής ναυαρχίδος και όλου του στόλου, και διά του θάρρους και της αφοβίας του, και διά της επιτηδειότητός του ως ναυτικός άριστος, εδέσμευσεν εκ των προτέρων την προς αυτόν πεποίθησιν του στρατού.

Ο Ηράκλειος απέβη εις την παραλίαν εκείνην, όπου ο Αλέξανδρος ο Μέγας προ 955 ετών ενίκησε μίαν από τας λαμπροτέρας νίκας του εναντίον του Περσικού στρατού. Και τότε μεν ο μέγας βασιλεύς της Μακεδονίας εξεστράτευε κατά των Περσών διά να καταλύση το κράτος των, τώρα δε ο βασιλεύς της Κωνσταντινουπόλεως εξεστράτευε κατά των Περσών διά να σώση το ιδικόν του. Η θέσις την οποίαν εξέλεξεν ο Ηράκλειος προς απόβασιν ήτο αρίστη, διότι έκειτο εις το μέρος της νοτίου παραλίας της Μικράς Ασίας και της παραλίας της Συρίας. Εις αμφοτέρας δε τας παραλίας υπήρχαν ακόμη πολλά φρούρια μη καταληφθέντα από τους Πέρσας, και τούτων αι φρουραί προσήρχοντο εις το αυτοκρατορικόν στρατόπεδον και ηύξαναν την δύναμίν του. Εντεύθεν ο Ηράκλειος επροχώρησε προς τα μεσόγεια, διά της μεγάλης ορεινής γραμμής του Αντιταύρου, διά μέσου Κιλικίας και Καππαδοκίας. Μη υπάρχοντος δε εκεί Περσικού στρατού, η εκστρατεία είχε κατ' αρχάς χαρακτήρα μάλλον ασκήσεως στρατιωτικής. Ο Ηράκλειος κατέτασσεν εις τον στρατόν όλους όσοι προσήρχοντο από τους τόπους εκείνους και τους εγύμναζε μετά του λοιπού στρατού. Διήρει τον στρατόν εις δύο εχθρικάς παρατάξεις και συνεκρότει διαρκώς μάχας πλαστάς εκ παρατάξεως· τους συνήθιζε δε εις το να ακούουν κραυγάς πολεμικάς και παιάνας και αλαλαγμούς, και να μη ταράσσωνται ύστερον από τοιαύτας φωνάς των Περσών. Ο αυτοκράτωρ κατώρθωσεν ούτω να οργανώση στρατόν πειθαρχούμενον. Μεθ' όλην δε την αυστηρότητά του εις το κεφάλαιον της πειθαρχίας ηγαπάτο σφόδρα, διότι την αυστηρότητα εμετρίαζε διά της προσηνείας και της ευπροσηγορίας, διά των πατρικών του προς τον στρατόν περιποιήσεων, διά των αμοιβών τας οποίας έδιδεν εις τους ικανούς και μάλιστα διά των επαίνων οι οποίοι εκέντουν την φιλοτιμίαν των στρατιωτών. Ούτω κατώρθωσεν ώστε οι στρατιώται να τον φοβώνται περισσότερον παρά τον εχθρόν και να τον αγαπούν περισσότερον παρά την ιδίαν των ζωήν. Περιβαλλόμενος στολήν και διάγων δίαιταν απλού στρατιώτου, ελάλει προς όλους πατρικώς και διά των θερμών και διαπύρων λόγων του έφλεγε τα στήθη των μαχητών.

Ο Ηράκλειος ήτο τότε μεσήλιξ (47 ετών). Φύσει ρωμαλέος και ευρύστερνος, είχεν ωραίους οφθαλμούς, τρίχας ξανθάς, το δέρμα λευκόν και έφερε μικρόν πώγωνα. Καθήμενος επί του πυρρού και θυμοειδούς ίππου του, του καλουμένου Δάρκωνος ή Φούλβου, τον οποίον μόνος αυτός εδάμαζεν (όπως ο Αλέξανδρος τον Βουκέφαλον), και κρατών συνήθως την αχειροποίητον εικόνα του Χριστού ελάλει προς τον στρατόν κατά τρόπον συγκινούντα βαθύτατα τας ψυχάς. Ωρκίζετο ότι έμελλε να αγωνισθή μετ' αυτών μέχρι θανάτου και να συμμερισθή τας τύχας των, φερόμενος προς αυτούς μέχρι τέλους ως πατήρ. Ως αδελφούς και τέκνα προσεφώνει τους στρατιώτας πάντοτε. «Βλέπετε, αδελφοί και τέκνα, έλεγε, πως οι εχθροί του Θεού κατεπάτησαν την χώραν ημών και τας πόλεις ηρήμωσαν και τα θυσιαστήρια κατέκαυσαν και τας τραπέζας των αναιμάκτων θυσιών επλήρωσαν αιμάτων μιαιφόνων . . . .» Οι δε στρατιώται υπό ενθουσιασμού καταλαμβανόμενοι εξύμνουν ομοφώνως την δύναμιν και την ανδρείαν του βασιλέως. Ο Ηράκλειος προέτρεπε προς τούτοις τον στρατόν να είναι ευσεβής, και να απέχη πάσης αδικίας.

Ο Χοσρόης ευρισκόμενος εις Ασσυρίαν, ενώ ο Ηράκλειος ευρίσκετο εις την ανατολικήν Μικράν Ασίαν, κατελήφθη από κατάπληξιν διά την αιφνιδίαν αυτήν εμφάνισιν του εχθρού, τον οποίον εθεώρει ηττημένον. Φοβηθείς μάλιστα ότι ο Ηράκλειος εμελέτα να εισβάλη εις το Περσικόν κράτος, διέταξε τον εις Χαλκηδόνα Πέρσην αρχιστράτηγον να επέλθη εναντίον του Ηρακλείου, ούτω δε εξετελέσθη τάχιστα κατά μέγα μέρος ό,τι εζήτει ο Ηράκλειος. Οι Πέρσαι απεμακρύνθησαν πολύ από την Χαλκηδόνα και εξεκένωσαν το πλείστον της Μικράς Ασίας. Αλλά δεν ήρκει τούτο· έπρεπεν ο στρατός αυτός να καταστραφή, διά να ελευθερωθή η Μικρά Ασία. Ο Ηράκλειος όμως δεν ήθελε να επιτεθή κατά του Περσικού στρατού εις αυτήν την Μικράν Ασίαν. Ήθελε να τον αναγκάση να εκκενώση την Μικράν Ασίαν, να ακολουθήση τον ιδικόν του στρατόν όπου θα μετέβαινε, και να συγκροτήση την μάχην εκεί όπου ο ίδιος έκρινε τούτο πρόσφορον.

Κατά το φθινόπωρον λοιπόν του έτους 622 ο Ηράκλειος εγκατέλιπε τας ορεινάς περί τον Αντίταυρον χώρας της Κιλικίας και Καππαδοκίας και κατήλθεν εις τον Πόντον. Κατά την πορείαν εκείνην, εις την πρώτην συνάντησιν των προφυλακών του μετά των περσικών προφυλακών, οι στρατιώται του έτρεψαν εις φυγήν ιππικόν περσικόν, το οποίον ήθελε να επιπέση αιφνιδίως κατά του Ηρακλείου. Εφόνευσαν πολλούς Πέρσας, συνέλαβαν δε και έφεραν δέσμιον εις τον βασιλέα τον Πέρσην αρχηγόν. Η πρώτη σύγκρουσις μεταξύ των δύο στρατών ήτο αρχή προοιωνίζουσα καλόν τέλος. Ο βασιλεύς ελθών εις τον Πόντον ωχύρωσε διαφόρους θέσεις· τούτο δε εξέλαβαν οι Πέρσαι ως σημείον ότι έμελλε να παραχειμάση εκεί. Αλλ' αίφνης εκινήθη κατά την διεύθυνσιν της Αρμενίας. Οι Πέρσαι τότε εισέβαλαν εις την Κιλικίαν εκ του πλαγίου, απειλούντες τον Ηράκλειον. Μη δυνηθέντες όμως να ανακόψουν την πορείαν του ηναγκάσθησαν να τον ακολουθήσουν διά να επιπέσουν κατ' αυτού αιφνιδίως, αλλ' ενικήθησαν υπό του αυτοκρατορικού στρατού. Οι Πέρσαι, ταραγμένοι και εκ της σύμβασης κατ' εκείνην την νύκτα εκλείψεως της σελήνης, εφοβήθησαν μήπως περικυκλωθούν και έφυγαν προς τα όρη.

Ο βασιλεύς στρατοπεδεύων εις την πεδιάδα εξηρέθιζε τους Πέρσας εις μάχην διά πολλών επιτυχών αψιμαχιών. Και ο στρατός του ελάμβανε καθ' εκάστην περισσότερον θάρρος βλέπων τον βασιλέα πρώτον πάντοτε εις την μάχην και ευτόλμως πολεμούντα. Τέλος, μετά δέκα ημέρας ο βάρβαρος, στενοχωρούμενος εις τα όρη, απεφάσισε να πολεμήση και παρεσκεύασε τον στρατόν εις μάχην προ της ανατολής του ηλίου. Αλλ' ο Ηράκλειος εννοήσας τούτο παρέταξε τον στρατόν του κατά τοιούτον τρόπον, ώστε, ότε ανέτειλεν ο ήλιος, αυτός ευρίσκετο προς ανατολάς, αι δε ακτίνες του ηλίου εθάμβωναν τους οφθαλμούς του απέναντί του Περσικού στρατού. Και όπως προ 1302 ετών εις την Σαλαμίνα, ούτω και ενταύθα η μάχη ήρχισε διά μουσικής και ασμάτων Ελλήνων και Περσών. Και οι μεν Πέρσαι έκρουαν κύμβαλα και έψαλαν άσματα θορυβώδους Ασιατικής μουσικής, εις τους ήχους της οποίας γυμναί γυναίκες εχόρευαν προ του Πέρσου αρχιστρατήγου. Εις δε το Χριστιανικόν στρατόπεδον εψάλλοντο ψαλμοί της ιεράς γραφής και όργανα μουσικά εξήγειραν το πολεμικόν φρόνημα εις τας ψυχάς του στρατού. Η μάχη απέβη υπέρ του Ηρακλείου. Ούτος διά προσποιητού τρόπου παρέσυρε τους Πέρσας εις καταδίωξιν και στραφείς αίφνης επέπεσε κατ' αυτών, διέλυσε τας φάλαγγάς των και πολλούς εφόνευσεν. Οι Πέρσαι ετράπησαν εις τα όρη. Καταδιωκόμενοι εις τόπους δυσβάτους και εις κρημνούς συνετρίβοντο οικτρώς κατακρημνιζόμενοι. Άλλοι επήδων επί των κρημνών, πολλοί δε και εζωγρήθησαν. Το Περσικόν στρατόπεδον και πάσα η αποσκευή των Περσών εκυριεύθη. Οι νικηταί ανατείναντες τας χείρας ανέπεμπαν ευχαριστίας εις τον Θεόν και ηύχοντο θερμώς υπέρ του καλώς στρατηγήσαντος βασιλέως. Η πρώτη αύτη μάχη, καθώς λέγει ο μέγας Άγγλος ιστορικός Γίββων, έδειξεν εις τον κόσμον ότι οι Πέρσαι δεν ήσαν ανίκητοι και ότι ο Ηράκλειος δεν ήτο κοινός βασιλεύς, αλλ' αληθής ήρως.

Εις την πρώτην ταύτην μάχην απέδειξεν ο Ηράκλειος όλην την στρατηγικήν του μεγαλοφυίαν και την ηρωικήν ανδρείαν του και ηνώρθωσε πάλιν την δόξαν των Ελληνορωμαϊκών όπλων και ενέπνευσε μέγα φρόνημα εις τον στρατόν. Η Μικρά Ασία ηλευθερώθη ολόκληρος και ο βασιλεύς ηδυνήθη να οδηγήση τον στρατόν από τας ορεινάς χώρας του Αντιταύρου εις τας ευκραείς χώρας της κεντρικής Μικράς Ασίας, εις τον Πόντον. Καταλιπών εκεί τον στρατόν περί τον Άλυν ποταμόν διά να διαχειμάση, επέστρεψεν ο ίδιος εις την Κωνσταντινούπολιν, ελθών διά ξηράς μέχρι Χαλκηδόνος. Ούτως έληξεν η πρώτη εκστρατεία.

Ε'. — Δευτέρα εκστρατεία (623 — 624 μ. Χ.).

Εις την πρωτεύουσαν ήλθεν ο Αυτοκράτωρ περί τας αρχάς του 623 διά να ενεργήση νέας μεγάλας παρασκευές προς εξακολούθησιν του πολέμου. Διά τούτο εισήλθεν εις την πόλιν όχι ως Βασιλεύς και τροπαιούχος, αλλ' ως απλούς στρατηγός χάριν υπηρεσίας ερχόμενος. Αφού δε ενήργησε τας αναγκαίας παρασκευάς και ενίσχυσε την φρουράν της Κωνσταντινουπόλεως εναντίον ενδεχομένης τινός επιθέσεως των Αβάρων, κατέλιπε την πρωτεύουσαν την 25 Μαρτίου 623.

Η Μικρά Ασία ήτο ελευθέρα και ο Ηράκλειος μετέβη διά της χώρας ταύτης μετά μεγάλης ταχύτητος εις την Αρμενίαν. Εκεί πλήθος Αρμενίων υπό τον ανδρείον και ωραίον Αρμένιον πολεμιστήν Μιζίζ κατετάχθησαν εις τον στρατόν του. Προσήλθαν δε ως σύμμαχοι και πολλοί Καυκάσιοι, ήτοι Γεωργιανοί και Αβασγοί.

Ταχύς και ορμητικός επροχώρησεν εις τα όρια της Περσίας και εισέβαλεν εις την χώραν της Μηδίας την καλουμένην Ατροπατηνήν ( Ατσερπιτσάν) ήτοι χώραν πυρολατρών. Από τους χρόνους των Σκιπιώνων και του Αννίβα, λέγει ο Γίββων, δεν επεχειρήθη επιχείρησις τολμηροτέρα της δευτέρας ταύτης εκστρατείας του Ηρακλείου. Εντός 20 ημερών ο Ηράκλειος έφθασεν εις τα σύνορα της Περσίας και την 25 Απριλίου εισήλθεν εις την εχθρικήν χώραν. Ο Ηράκλειος είχε μηνύση προς τον Χοσρόην, όστις ευρίσκετο όχι μακράν, ότι ήτο πρόθυμος να συνομολόγηση ειρήνην έντιμον. Αλλ' ο μανιώδης εκείνος βασιλεύς αντί πάσης άλλης απαντήσεως έσφαξε τους πρέσβεις, τους οποίους, καθώς είπαμεν πρότερον, είχε πέμψη ο Ηράκλειος προς αυτόν κατά το 616 και τους οποίους εκράτει έκτοτε δεσμίους.

Εις το άκουσμα της στυγεράς πράξεως εξέφρασεν ο αυτοκράτωρ προς τον στρατόν όλον την σφοδράν αγανάκτησίν του, ονομάσας τους πολεμίους ουχί ανθρώπους αλλά θηρία άγρια, παραβιαστάς παντός νόμου και δικαίου της ανθρωπίνης κοινωνίας. «Αλλ' η τοιαύτη λύσσα των θα είνε δύναμίς σας, έλεγε προς τον στρατόν. Ο θεός θα πολεμήση υπέρ ημών. Διήλθομεν την Ασίαν και τι είδαμεν εις τας ωραίας αυτάς επαρχίας; Την τέφραν των πόλεων, τα οστά ομοεθνών σκορπισμένα κατά γης. Τώρα ευρισκόμεθα εις την Περσίαν· ας καταστήσωμεν λοιπόν και ημείς την γην ταύτην τάφον των εχθρών. Άνδρες αδελφοί μου, ας έχωμεν κατά νουν τον φόβον του θεού και ας αγωνισθώμεν διά να εκδικήσωμεν την ύβριν του θεού!»

Εις τους λόγους τούτους του Βασιλέως είς εκ των μαχητών ελάλησεν εν ονόματι πάντων: «Εύφρανας, δέσποτα, τας καρδίας ημών, διά των συμβουλών σου. Οι λόγοι σου ηκόνησαν τα ξίφη ημών, και εποίησας ταύτα έμψυχα· ανεπτέρωσας ημάς διά των λόγων σου». Άλλος δε ανεφώνησε: «Δέσποτα, έχε πεποίθησιν εις την ανδρείαν ημών· έν μόνον φοβούμεθα, ότι σε βλέπομεν εκθέτοντα εις κίνδυνον το ιερόν σου πρόσωπον. Χύσον μόνον το αίμα το ημέτερον. Τούτο ανήκει εις σε περισσότερον από το ιδικόν σου αίμα».

Ο Ηράκλειος προχωρεί ακάθεκτος εις τα ενδότερα της Περσίας. Η χώρα είχε πηγάς νάφθης και διά τούτο ήτο ιερά εις τους Πέρσας. Ακριβώς δε δι' αυτό, ο στρατός του Ηρακλείου κατέκαιεν ενταύθα τας χώρας και τας κώμας προς εκδίκησιν των Περσών δι' όσα είχαν διαπράξει εις την Παλαιστίνην. Ούτω προχωρών έφθασεν ο αυτοκράτωρ πλησίον της Γαυζακού (της σημερινής Ταυρίδος της Περσίας), πρωτευούσης της Μηδίας, όπου ευρίσκετο ο Χοσρόης, μετά 40 χιλιάδων στρατιωτών. Μαθών τούτο ο αυτοκράτωρ ώρμησεν εναντίον της πόλεως. Η προφυλακή του αυτοκρατορικού στρατού συγκρουσθείσα μετά της φρουράς του Χοσρόου την κατέστρεψε και άλλους μεν εφόνευσεν, άλλους δε και αυτόν τον αρχηγόν έφερε δεσμίους εις τον Ηράκλειον. Ο Χοσρόης ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ότι ο αυτοκράτωρ θα ετόλμα να εμφανισθή τόσον απροσδοκήτως εις το κέντρον του κράτους του, ενώ αυτός ο Χοσρόης παρεσκευάζετο να στείλη στρατόν εις τας εχθρικάς χώρας. Κατελήφθη υπό ταραχής και τρόμου και έφυγεν από την Γαυζακόν, εγκαταλείψας την πόλιν και τον στρατόν εις την τύχην των. Ο στρατός του διελύθη και μέρος μεν κατεστράφη υπό των νικητών, μέρος δε ετράπη εις φυγήν και διεσκορπίσθη. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα εκυρίευσαν εξ εφόδου την Ταυρίδα και εισήλασαν εν θριάμβω. Πολλά λάφυρα δεν ευρέθησαν εκεί, διότι τα πολυτιμότερα είχε λάβη φεύγων ο Χοσρόης και τα είχε μεταφέρη εις Δατάγερδην. Εις τον στρατόν του Ηρακλείου είχε διαδοθή, άγνωστον πώς, η περίεργος φήμη ότι εκρύπτοντο εις την πόλιν οι θησαυροί του Κροίσου, τους οποίους δήθεν είχε φέρη ο Κύρος ο μέγας από τας Σάρδεις. Αλλ' ούτε αυτοί ευρέθησαν, ούτε το τίμιον ξύλον του σταυρού, καθώς ήλπιζεν ο στρατός. Φαίνεται ότι εις τούτο έδωκεν αφορμήν το όνομα της πόλεως, διότι Γάζα, (Γάζακα) εις την Περσικήν γλώσσαν εσήμαινε θησαυρόν. Υπήρχεν όμως ναός του Πυρός, και εντός του ναού άγαλμα του Χοσρόου, παριστάνον αυτόν προσκυνούντα τον ήλιον, την σελήνην και τους αστέρας, των οποίων επίσης υπήρχαν αγάλματα. Ταύτα πάντα κατεστράφησαν διά πυρός προς εκδίκησιν των εις την αγίαν πόλιν γενομένων βεβηλώσεων.

Ο Ηράκλειος από την Ταυρίδα μετέβη εις Θηβορμαΐδα (την σημερινήν Ουρμίαν), πόλιν τότε ιεράν των Περσών, θεωρουμένην ως πατρίδα του Ζωροάστρου, νομοθέτου των αρχαίων Περσών και ιδρυτού της Πυρολατρείας. Ο μεγαλοπρεπής ναός και η πόλις ολόκληρος εδόθησαν εις λεηλασίαν, εσβέσθη δε το από του χρόνου του Ζωροάστρου άσβεστον ιερόν πυρ της Περσικής λατρείας.

Ο Ηράκλειος επροχώρει ολονέν, καταδιώκων τον Χοσρόην από πόλεως εις πόλιν, και εκυρίευσε πολλάς πόλεις και χώρας. Αλλ' ο Χοσρόης έφευγε και δεν έμενεν ουδαμού περισσότερον των δύο ημερών. Δύο στρατηγοί του παρηκολούθουν μεν τον στρατόν του Ηρακλείου, αλλά δεν ετόλμων να τον πλησιάσουν. Αφού ούτω διήλθεν όλον το θέρος του 623, ο Ηράκλειος συνεσκέφθη μετά των στρατηγών του πού έπρεπε να παραχειμάση. Και άλλοι μεν έλεγαν να μεταβούν εις τας παρά τον Καύκασον και την Κασπίαν θάλασσαν χώρας, όπου το κλίμα ήτο ευκρατέστερον, άλλοι δε συνηγόρουν υπέρ της εξακολουθήσεως του πολέμου και κατά τον χειμώνα. Αλλ' η πρώτη γνώμη υπερίσχυσεν. Ο στρατός μετέβη εις τον Καύκασον φέρων πολλά λάφυρα και πεντήκοντα χιλιάδας αιχμαλώτους Πέρσας. Καθ' οδόν Περσικά στρατεύματα εζήτησαν να παρενοχλήσουν τον αυτοκρατορικόν στρατόν, αλλ' ηττήθησαν, ένεκα δε του σφοδρού χειμώνος έπαθαν πολλά οι αιχμάλωτοι. Ο Ηράκλειος ευσπλαγχνισθείς τους απέλυσεν άμα ήλθεν εις τον Καύκασον, επιδαψιλεύσας μάλιστα πάσαν περιποίησιν. Οι δυστυχείς μετά δακρύων ανεχώρουν ευχόμενοι ο θεός να σώση την Περσίαν από τον Χοσρόην, καταστρέφων τον κοσμόλεθρον τούτον τύραννον. Η πράξις του Ηρακλείου ήτο τόσον μάλλον γενναία, όσον ο Χοσρόης είχε μέγα πλήθος αιχμαλώτων, οι οποίοι εστέναζαν ακόμη εις τα Περσικά φρούρια.

Ούτω διήλθε και το δεύτερον έτος του πολέμου.

ς'. — Η τρίτη εκστρατεία.

Ενώ ο αυτοκράτωρ παρεχείμαζεν εις τας περί τον Καύκασον χώρας, ο Χοσρόης, ο τόσην δείξας δειλίαν και αδράνειαν κατά το προηγούμενον έτος, ανέλαβε τώρα θάρρος μετά την αποχώρησιν του Ηρακλείου και βλέπων το μέγεθος του κινδύνου ενέτεινε τας δυνάμεις του. Παρεσκεύασε τρεις στρατιάς, ανακαλέσας τον στρατόν ο οποίος έμενεν εις την Μεσοποταμίαν, την Συρίαν, την Παλαιστίνην και την Αίγυπτον. Αρχηγοί των τριών Περσικών στρατιών ήσαν ο Σαραβλαγάς, ο Σαρβαραζός ή Σάρβαρος, ο αρχηγός του πρότερον εις την Μικράν Ασίαν εισβαλόντος Περσικού στρατού, και ο ομώνυμος προς τον φονευθέντα υπό του Χοσρόου Πέρσην στρατηγόν Σαήν.

Την άνοιξιν του 624 εκίνησεν ο αυτοκράτωρ μετά των συμμάχων αυτού Λαζών, Γεωργιανών και Αβασγών, λαών του Καυκάσου, διά να επέλθη κατά του Χοσρόου. Ο Σαραβλαγάς, πρώτος εκ των Περσών στρατηλατών, επλησίασε προς τον στρατόν του αυτοκράτορος, νομίσας ότι ούτος έμελλε να μεταβή εις την Περσίαν διά της προς νότον και ανατολάς της Κασπίας θαλάσσης ορεινής παραλίας και κατέλαβεν εκεί τας στενοπορίας. Αλλ' ο αυτοκράτωρ έλαβε πλαγίαν τινά δυτικωτέραν διεύθυνσιν και δι' ευφόρων χωρών εισήλθεν εις την ανατολικήν Αρμενίαν, διά να εισβάλη εκείθεν εις την Περσίαν, και αποφεύγων πάσαν μάχην προς τον δειλώς παρακολουθούντα αυτόν Σαραβλαγάν, επιπέση κατά του Χοσρόου απροσδοκήτως και καταφέρη καιριώτατον κτύπημα εις την Περσικήν δύναμιν. Ο αυτοκράτωρ ενόει ότι καταστρεφομένου του Χοσρόου οι στρατοί του θα διελύοντο αφ' εαυτών. Και αυτή δε η δειλία των Περσών συνηγόρει υπέρ του σχεδίου του αυτοκράτορος. Ο Σαραβλαγάς είχε τον άριστον Περσικόν στρατόν συγκείμενον εκ των λεγομένων Χοσροϊτών ή Χοσροηγενών (ονομασθέντων τιμητικώς από του ονόματος του Χοσρόου) και των Περουζιτών (ονομασθέντων τιμητικώς από του επιθέτου του Χοσρόου Περούζης ή Παρβίζ=νικηφόρος). Και όμως δεν ετόλμα να προσβάλη τον αυτοκρατορικόν στρατόν, αν και ήτο ισχυρότερος κατά τον αριθμόν· επλανάτο εις δυσβάτους τόπους, αποφεύγων πάσαν μάχην πριν έλθη εις βοήθειάν του και άλλος στρατός. Ακριβώς δε ο αυτοκράτωρ ήθελε να σπεύση πριν γείνη η ένωσις των Περσικών στρατευμάτων. Αλλ' οι σύμμαχοι Λαζοί, Γεωργιανοί και Αβασγοί δεν συνεφώνουν μετά του αυτοκράτορος, απαιτούντος μεγάλην ταχύτητα και ορμήν. Ούτω δε, ένεκα της βραδείας πορείας του αυτοκρατορικού στρατού, κατώρθωσεν από νότου ερχόμενος ο Σαρβαραζός να πλησιάση κατά μέτωπον προς τον αυτοκρατορικόν στρατόν, ο οποίος εκινδύνευε να κυκλωθή υπό των δύο Περσικών στρατών. Τότε ενόησαν οι αντισταθέντες κατά του σχεδίου του αυτοκράτορος την πλάνην των και καταληφθέντες από δειλίαν προσέπιπταν εις τους πόδας του βασιλέως μετανοούντες και ζητούντες να ασπασθούν την χείρα του και υποσχόμενοι να πράξουν του λοιπού ό,τι διατάσσει ο βασιλεύς. Τότε ο Ηράκλειος, απτόητος ως πάντοτε, διέταξεν επίθεσιν κατά του στρατού του Σαρβαραζού, πριν ενωθή ούτος μετά του Σαραβλαγά. Ο Σαρβαραζός ηττήθη και απεκρούσθη πολλάκις, αλλά και μετά τας πολλάς ταύτας ήττας κατώρθωσε να ενωθή μετά του Σαραβλαγά. Ο Ηράκλειος δεν εταράχθη εκ της ενώσεως ταύτης, και επροχώρει μετά σπουδής κατά του Χοσρόου, έχων όπισθεν τον ηνωμένον Περσικόν στρατόν.

Οι Πέρσαι ενόμισαν ότι ο Ηράκλειος έφευγε προ αυτών, πειθόμενοι εις τούτο και εξ όσων έλεγαν δύο αυτόμολοι του αυτοκρατορικού στρατού. Μετ' ολίγον έγινε γνωστόν και εις τον στρατόν των Περσών και εις τον στρατόν του Ηρακλείου ότι επήρχετο και η τρίτη στρατιά υπό τον Σαήν. Ούτως ο αυτοκρατορικός στρατός ευρίσκετο μεταξύ δύο ή μάλλον μεταξύ τριών στρατών εχθρικών, εκ των οποίων έκαστος καθ' εαυτόν ήτο πολυπληθέστερος του όλου αυτοκρατορικού.

Ο Ηράκλειος απεφάσισε να επιτεθή κατά των δύο Περσών στρατηγών, πριν επέλθη και ο τρίτος. Αλλά και οι Πέρσαι στρατηγοί νομίζοντες ότι ο αυτοκράτωρ έφευγε προ αυτών εζήτουν να συγκροτήσουν μάχην πριν έλθη ο Σαήν, διά να λάβουν αυτοί την δόξαν της νίκης. Οι ιστορικοί, προ πάντων οι νεώτεροι, θαυμάζουν εις την περίστασιν ταύτην την τόλμην του Ηρακλείου και την στρατηγικήν μεγαλοφυίαν του. Εκινείτο εις ξένην γην, εν μέσω υπερτριπλασίων πολεμίων, τολμηρός και ελεύθερος ως να είχεν υπό τας διαταγάς του στρατόν πολύ ισχυρότερον όλων ομού των εχθρών. Γνωρίζων τας ιδιότητας της Περσικής χώρας καλλίτερον από τους Πέρσας στρατηγούς, εξέλεγε πάντοτε τους επιτηδειοτέρους τόπους προς στρατοπέδευσιν και παρέσυρε πάντοτε τον εχθρόν εκεί όπου αυτός ήθελεν.

Τέλος, εσπέραν τινά οι πολέμιοι προσήγγισαν εις το στρατόπεδον του Ηρακλείου, αλλ' ούτος μη θεωρήσας το μέρος κατάλληλον διά μάχην, απεχώρησεν, ώδευσε δι' όλης της νυκτός χωρίς να νοηθή, έφθασεν εις πεδίον χλοηφόρον εις τους πρόποδας δασώδους βουνού και ετοποθέτησε τον στρατόν εις το βουνόν. Οι Πέρσαι την πρωίαν μη ευρίσκοντες απέναντι των τον εχθρόν και νομίσαντες ότι ετρέπετο εις φυγήν έτρεχαν ατάκτως κατόπιν του. Όταν δ' επλησίασαν εις το μέρος, όπου ήτο στρατοπεδευμένος ο Ηράκλειος, απλή ορμητική επίθεσις εκ του στρατοπέδου του έτρεψε τους βαρβάρους εις φυγήν. Οι Πέρσαι έφευγαν διά των φαράγγων καταδιωκόμενοι και φονευόμενοι. Εις την μάχην ταύτην εφονεύθη και ο έτερος των Περσών αρχιστράτηγος, ο Σαραβλαγάς.

Αλλά προ της εντελούς καταστροφής του Περσικού στρατού εφάνη επί του πεδίου της μάχης και ο στρατός του Σαήν. Ο Ηράκλειος δεν έχασε καιρόν ανεκάλεσεν ευθύς από της καταδιώξεως τους άνδρας του, και επετέθη κατά του νέου στρατού, χωρίς να δώση εις αυτόν καιρόν να ιδή πού ευρίσκεται, και ενίκησε και εκυρίευσε το στρατόπεδον του νέου εχθρού και πάσαν την αποσκευήν του. Η μάχη έγεινε πλησίον του Αράξου ποταμού εις τα σύνορα της Αρμενίας και Μηδίας. Ο Περσικός στρατός ηττήθη, αλλά δεν κατεστράφη. Ο Σαήν και ο Σαρβαραζός συνήθροισαν τα λείψανα των στρατευμάτων των. Ήσαν και πάλιν υπέρτερα κατά τον αριθμόν από τον στρατόν του Ηρακλείου, ώστε απεφάσισαν να μη υποχωρήσουν, αλλά να παρακολουθήσουν τον Ηράκλειον. Ο Ηράκλειος έχων έμπροσθέν του όλον τον υπολειπόμενον εις τον Χοσρόην στρατόν ήθελε να τον καταστρέψη πριν επιτεθή κατά του Χοσρόου, και διά τούτο έδωκεν άλλην διεύθυνσιν εις την εκστρατείαν. Προσποιούμενος ότι έφευγεν, επορεύετο διά τόπων ανωμάλων και ορεινών, παρασύρων πάντοτε κατόπιν του τους Πέρσας. Δεν ήθελε να εισβάλη εις την Περσίαν, αλλά να καταστρέψη ει δυνατόν εντός της Αρμενίας τον Περσικόν στρατόν. Κατά την περίοδον ταύτην οι σύμμαχοι Λαζοί και Αβασγοί βαρυνθέντες να πολεμούν, είτε δειλιάσαντες, απεχώρησαν εις τας πατρίδας των. Τούτο εννοήσαντες οι Πέρσαι αρχιστράτηγοι έλαβαν θάρρος και επροκάλεσαν εις μάχην τον Ηράκλειον. Ο αυτοκράτωρ χωρίς να δειλιάση συνεκέντρωσε τον στρατόν και ανεπτέρωσε το φρόνημα του διά λόγων: «Μη σας ταράττη, αδελφοί, το πλήθος των πολεμίων διότι, Θεού θέλοντος, είς εξ ημών θα διώξη χιλίους· ας θυσιάσωμεν λοιπόν ημάς αυτούς εις τον Θεόν υπέρ της σωτηρίας των αδελφών ημών· ας λάβωμεν στέφανον μαρτύρων, ίνα και αι μέλλουσαι γενεαί επαινέσωσιν ημάς και ο Θεός αποδώση τους μισθούς».

Τα δύο στρατεύματα, διά μακρού διαστήματος απ' αλλήλων χωριζόμενα, επολέμησαν από πρωίας μέχρις εσπέρας· αλλ' η μάχη έμεινεν αμφίρροπος. Ο βασιλεύς ανεχώρησε μετά του στρατού, οι δε Πέρσαι τον ηκολούθησαν. Αλλά νομίσαντες ότι πάλιν υπεχώρει και θέλοντες να εμποδίσουν την υποχώρησιν έτρεχαν εκ των πλαγίων προς το μέτωπον του στρατού και πλανηθέντες περιέπεσαν εις τόπους τελματώδεις και εις μέγαν περιήλθαν κίνδυνον, ενώ ο βασιλεύς ολονέν επροχώρει. Οι Πέρσαι τέλος ήλθαν εις την πόλιν Σαλβάν (το νυν Βαν της Αρμενίας) διά να παραχειμάσουν εις την οχυράν αυτήν πόλιν, θεωρούντες εαυτούς εκεί ασφαλείς. Αλλ' ο βασιλεύς ήθελε να τους καταστρέψη. Προς τούτο δε μετεχειρίσθη το εξής στρατήγημα·

Εκλέξας ίππους δυνατούς και τους ανδρειοτέρους των ιππέων συνεκρότησεν εκ τούτων ιδιαιτέραν μοίραν και διά νυκτός την έπεμψεν εναντίον της πόλεως, ακολουθών ο ίδιος μετά του λοιπού στρατού. Η πρώτη μοίρα εισήλθεν απαρατήρητος εις την πόλιν Σαλβανόν την 9 ώραν της νυκτός (ήτοι την 3 μετά το μεσονύκτιον καθ' ημάς) και επετέθη αιφνιδίως κατά των Περσών. Οι Πέρσαι, πριν ή αντιτάξουν άμυναν, προσεβλήθησαν και από τον επίλοιπον στρατόν του βασιλέως. Κατά την φοβεράν εκείνην καταστροφήν είς των αρχιστρατήγων, ο Σαρβαραζάς, γυμνός και ανυπόδητος, πηδήσας εις ίππον έφυγε και εσώθη. Αλλά οι υπό τον Σαρβαραζάν Πέρσαι αξιωματικοί, οι σατράπαι και οι επίλεκτοι στρατιώται εφονεύθησαν. Πολλοί των δυστυχών τούτων εζήτουν την σωτηρίαν των εις τας στέγας των οικιών. Αλλά το πυρ, το οποίον έθεσαν εις την πόλιν οι νικηταί, κατέστρεψε τα πάντα. Όσοι των Περσών δεν εφονεύθησαν, ηχμαλωτίσθησαν. Πάντες, εκτός μόνον σχεδόν του Σαρβαραζά, κατεστράφησαν. Και τούτου δε τα όπλα, η χρυσή ασπίς, η μάχαιρα και το δόρυ και η χρυσή ζώνη, η αστράπτουσα εκ λίθων πολυτίμων, και τα υποδήματα έγιναν λεία των νικητών. Ο στρατός του Ηρακλείου κατεδίωξε και τα εις διαφόρους πέριξ τόπους υπάρχοντα Περσικά αποσπάσματα, και άλλα μεν κατέστρεψεν, άλλα δε κακώς έχοντα διεσκόρπισε, και ολίγοι μόνον εξ αυτών επέστρεψαν εις τας πατρίδας των. Ούτως εξωντώθησαν κατά το 624 τρεις Περσικαί στρατιαί.

Ήτο ήδη χειμών και ο Ηράκλειος παρεχείμασεν εις τον τόπον της νίκης εις Αρμενίαν, όπου ο στρατός εύρισκε μεγάλην αφθονίαν τροφίμων. Ούτω διήλθε και το τρίτον έτος της εκστρατείας (624 — 625).

Διαβάστε το Β΄ μέρος ΕΔΩ

ΠΗΓΕΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ:


Image
© 2024 Βιβλιοδίφης. All Rights Reserved. | Όροι Χρήσης | Created by IntelSoft
Παλαιοβιβλιοπωλείο, παλαιά βιβλία, σπάνια βιβλία, συλλεκτικά βιβλία