Ζακυνθινός ποιητής, από τους πιο ιδιότυπους και μεγαλύτερους της νεώτερης Ελλάδας. Έζησε χρόνια στην Ιταλία και την Αγγλία, και γνώρισε από κοντά τη Γαλλία, περνώντας, όμως, μέσα από δύσκολες οικογενειακές συνθήκες. Μεγάλη και σταθερή αγάπη και νοσταλγία του στάθηκε η μητέρα του και η ιδιαίτερη πατρίδα του, στις οποίες και αφιέρωσε δύο από τις ωραιότερες ωδές του («Εις θάνατον» και «Ζάκυνθος»). Στη Φλωρετία Ο Ανδρέας Κάλβος γνωρίστηκε με το μεγάλο Ζακυνθινό ποιητή Φώσκολο, που έγινε ο πνευματικός καθοδηγητής του και συμπαραστάτης στις δύσκολες στιγμές του. Πριν είχε γράψει, στα ιταλικά, τα δοκίμια« Σχέδιο των αρχών των γραμμάτων που μπορούν να εφαρμοσθούν και στις καλές τέχνες» και «Η απολογία της αυτοκτονίας», καθώς και την «Ωδή στους Ιονίους», αλλά οι 20 ωδές, που απάρτισαν τη «Λύρα» του 1824 και στις οποίες ο ποιητής οφείλει τη δόξα του γράφτηκαν σε 3-4 χρόνια (οι 18 αναφέρονται σε συγκεκριμένα πολεμικά γεγόντα ή γενικότερα θέματα του Αγώνα του 1821). Ο Κάλβος, όπως ιδιότυπος στάθηκε στη ζωή του έτσι ιδιότυπος υπήρξε και στην ποίηση του, όπως το δηλώνουν και οι στιχουργικές μορφές που επέλεξε, και η στιχουργική του και η μεικτή γλώσσα του, με την κάποια ενίοτε πεζολογία. Ωστόσο, αναδείχτηκε σε στιλίστα του είδους της ωδής, υψιπετής στην έμπνευση, με απόλυτο έλεγχο των χρησιμοποιούμενων εκφραστικών και άλλων μέσων, κλασικός στη λιτότητα, παραστατικότατος και συχνά μεγαλειώδης στις μεταφορές και εικόνες του, ναθύτατα ελληνικός και πλατιά ανθρώπινος, ανυποχώρητος εραστής της αρετής, της τόλμης και της ελευθερίας.
Η ποίηση του Κάλβου δεν εκτιμήθηκε, όσο έπρεπε, στον καιρό του. Ξεχάστηκε πολύ γρήγορα. Κι ο ίδιος δεν είχε καλύτερη τύχη. Από τα 1827 που εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα, έκανε τον οικοδιδάσκαλο για να ζήση και έπειτα ίδρυσε ιδιωτικό σχολείο. Αργότερα διορίστηκε στην Ιόνιο Ακαδημία, όπου δίδασκε φιλοσοφία. Κατόπιν παραιτήθηκε και έγινε συντάκτης εφημερίδας. Σε λίγο εγκατέλειψε και την ποίηση και την Κέρκυρα και έφυγε για το Λονδίνο. Εκεί παντρεύτηκε για δεύτερη φορά και έζησε ως τον Νοέμβρη του 1869, οπότε πέθανε σε ηλικία 77 χρονών. Από τότε και για πολλά χρόνια είχε ξεχαστή εντελώς. Ώσπου τον Μάρτη του 1889 ο Μητσάκης και ο Παλαμάς τον αποκατέστησαν στην ελληνική λογοτεψνία και ανεγνώρισαν τη μεγάλη αξία του έργου του.
Τα παλαιότερα ποιήματα του Κάλβου είναι μια ωδή στον Ναπολέοντα και δύο τραγωδίες, αυτή που αναφέρει σε κάποιο γράμμα του, από το 1813, ο Φώσκολος. Στα 1824 δημοσίευσε στη Γενεύη της Ελβετίας 10 ωδές και στα 1826 στο Παρίσι άλλες 10, οπότε και σταμάτησε να γράφη. Η γλώσσα του Κάλβου δεν είναι δημοτική, ούτε καθαρεύουσα, αλλά προσωπική. Και η μετρική του είναι ιδιότυπη. Ο Παλαμάς στην περίφημη ομιλία του στον «Παρνασσό», που έκαμε στα 1888, αποκαθιστώντας στη συνείδηση του έθνους τη μεγαλόπρεπη πατριωτική ποίηση του Κάλβου, είπε γι' αυτόν τα εξής χαρακτηριστικά: «ο Κάλβος ουδέποτε μεταβάλλει τον τόνον του άσματός του· ένα αίσθημα διερμηνεύει, ένα αίσθημα εμπνέει, τον υπέρ πατρίδος ενθουσιασμόν».
Στα 1960 μεταφέρθηκαν τα οστά του από το Λονδίνο στη Ζάκυνθο και με τιμές εναποτέθηκαν στο μυρωμένο χώμα της γης που τον γέννησε.