Ο ιεράρχης, από την Δημητσάνα, του οποίου το όνομα συνδέθηκε με την ύψωση της σημαίας της Επανάστασης στην Αγ. Λαύρα και την επίσημη ευλογία του Αγώνα των υποδούλων, Γερμανός Παλαιών Πατρών, γεννήθηκε το 1771 και επεβίωσε το 1826. Το όνομά του, κατά κόσμο, ήταν Γεώργιος Κόζιας ή Κοτζάς και διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στην ιδιαίτερη πατρίδα του, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Άργος, πλάι στο δάσκαλο Αγάπιο Λεονάδρο. Υπηρέτησε στη Σμύρνη και την Πόλη και το Μάρτιο 1806 ανήλθε στο μητροπολιτικό θρόνο Παλαιών Πατρών. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Αντώνιο Πελοπίδα, αλλά και στη Συνέλευση της Βοστίτσας (Ιαν. 1821) συγκρούστηκε με τον Παπαφλέσσα, συνιστώντας φρόνηση. Σε συνεργασία με τους Α. Ζαΐμη, Α. Λόντο και τους Κουμανιώτες, πολιόρκησε, μετά την επίσημη έναρξη της Επανάστασης, το φρούριο τφν Πατρών, αποστέλλοντας συγχρόνως έντονη διαμαρτυρία προς τον Άγγλο πρόξενο για την ανάμειξή του υπέρ των Τούρκων. Μετέσχε αποστολής στο Βατικανό και όταν επέστρεψε συνελήφθη και κακοποιήθηκε από τον Γκούρα (1824). Έναντι των εμφυλίων συγκρούσεων τήρησε, κατά κανόνα, στάση διαλλακτική. Το 1826 εκλέγηκε μέλος της Γ' Εθνοσυνέλευσης και μέλος της επί των Εξωτερικών Επιτροπής, αλλά, λίγο αργότερα, προσβλήθηκε από τύφο και πέθανε (τα οστά του εναποτέθηκαν στην Δημητσάνα).
Άφησε «Απομνημονεύματα», γεμάτα από πικρία για τις αντιδράσεις που τους κατά καιρούς παρεμβλήθηκαν στις εθνικές του προσπάθειες, αλλά και αποκαλυπτικά της όλης δράσης του.