Είναι ατυχία να μην έχει διασωθεί το διάγγελμα που εκφώνησε ο Θεμιστοκλής στις 29 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. στο ναύσταθμο της Σαλαμίνας ενώπιον στρατηγών, ναυάρχων και εβδομήντα χιλιάδων στρατιωτών που έχουν καταφθάσει από ολόκληρη την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, λίγο πριν την επιβίβασή τους στις 378 τριήρεις του ηνωμένου ελληνικού στόλου. Ασφαλώς θα αποτελούσε αθάνατο κείμενο...
Μετά από δύο δραματικά πολεμικά συμβούλια υπό την θέα της φλεγόμενης Αθήνας και ισχυρές διχογνωμίες, ο θαλάσσιος χώρος μεταξύ του όρους Αιγάλεω και της νήσου Σαλαμίνας προκρίνεται ως ο καταλληλότερος για να συναφθεί η κοσμοϊστορική ναυμαχία.
Ο ελληνικός στόλος περικυκλωμένος μέσα στο Σαρωνικό κόλπο από χίλια διακόσια περσικά πλοία, αποπλέει σε τάξη μάχης τη νύκτα της 28ης προς 29η Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. Σε όλες τις τριήρεις τελούνται λιτανείες και περιφέρονται οι εικόνες των Αιακιδών που έχουν μετακομισθεί από την Αίγινα για να προσφέρουν στους Έλληνες «σωτηρίαν και νίκην».
Την ώρα που αρχίζει ο αγώνας οι Έλληνες πλοίαρχοι έχουν στραμμένο το βλέμμα τους προς την τριήρη του Θεμιστοκλή ο οποίος διατάζει να υποχωρούν με την πρύμνη («επί πρύμνην ανεκρούεντο»), δηλαδή να κωπηλατούν προς τα πίσω, επιθυμώντας να ναυμαχήσει στο κέντρο του στενού, ενώ οι Πέρσες ακολουθούν. Αίφνης, κατά τον Ηρόδοτο, «φάσμα γυναικός» με φωνή που αντηχεί σε ολόκληρο τον ελληνικό στόλο προστάζει: «῏Ω δαιμόνιοι, μέχρι κόσου ἔτι πρύμνην ἀνακρούσεσθε;» (Ω ανδρείοι! Έως πότε θα οπισθοδρομείτε;) και αμέσως η ελληνική παράταξη ακινητοποιείται. Είναι η στιγμή που οι σάλπιγγες δίνουν το σύνθημα, φλογίζουν τα στήθη και εβδομήντα χιλιάδες στόματα ψάλλουν τον αιώνιο παιάνα του Ελληνισμού. Τα γεγονότα εξυμνεί με απαράμιλλη τέχνη ο ο τραγικός ποιητής Αισχύλος (Πέρσαι, στίχοι 386-405) που έλαβε μέρος στη ναυμαχία:
«...Μα σαν η ημέρα ολόλαμπρη σ' όλη τη γη εφάνη,
γλυκό τραγούδι, ηρωικό, αντήχησε από πέρα,
απ' τη μεριά που οι Έλληνες κρατούσαν, και στα βράχια
ολόγυρα αντιβούησε ψηλά ο αντίλαλός του.
Και τους βαρβάρους έπιασε όλους μεγάλος φόβος,
γιατί χαμένες, πήγανε οι τόσες τους ελπίδες.
Δε λέγαν το τραγούδι αυτό οι Έλληνες, για να φύγουν,
μα τώλεγαν καθώς μ' ορμή χυμούσαν μες στη μάχη.
Κι αντιφωνούσε η σάλπιγγα και θέριευαν τα στήθη.
Κι ευθύς, μόλις το σύνθημα που καρτερούσαν 'δόθη,
χτυπούν γοργά τη θάλασσα και τ' αρμυρό το κύμα,
συντεριασμένα τα κουπιά και προχωρούν τα πλοία,
το κέρας το δεξιό μπροστά και πίσω όλος ο στόλος.
Και μιά ουρανόφταστη βοή αντιλαλεί απ' ολούθε:
«Εμπρός, ορμάτε επάνω τους, ω τέκνα των Ελλήνων!
ελευθερώστε τη γλυκιά Πατρίδα, τα παιδιά σας,
και τις γυναίκες, τα ιερά των πατρικών θεών σας,
τους τάφους των προγόνων σας.
Τώρα ο αγώνας για όλα!»
ΣΧΕΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
{jssocials}