Ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Σεφεριάδη) γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1900 στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Ο πατέρας του ήταν διαπρεπής νομικός και καθηγητής του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πρώτα του χρόνια ο Σεφέρης τα πέρασε στη γενέτειρά του όπου έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Ερχόμενος στην Ελλάδα το 1914, ο Γιώργος Σεφέρης εγγράφεται στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών και μετά την αποφοίτησή του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις 14 Ιουλίου του 1918, η μητέρα του μαζί με τους δύο γιους και την κόρη της Ιωάννα μετέβη στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους εργαζόταν ως δικηγόρος. Ο Σεφέρης έμεινε εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1924, ασχολούμενος με τη λογοτεχνία, μεταφράσεις, αναγνώσεις Γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων, αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής, τον Οκτώβριο του 1921. Τον Φεβρουάριο του 1925 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1927 διορίζεται στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας, σταδιοδρομώντας εφεξής στο διπλωματικό σώμα, μέχρι την δύση του πολιτικού του βίου. Τον Ιούλιο του 1928 δημοσιεύει στη Νέα Εστία, επώνυμα ως Γ. Σεφεριάδης, το «Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ», μετάφραση έργου του Βαλερί. Τον Μάιο του 1931 εκδίδεται με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης η «Στροφή». Τον Οκτώβριο του 1936 διορίζεται πρόξενος στη Κορυτσά, όπου θα παραμείνει μέχρι τον Οκτώβριο του 1937 οπότε και μετατίθεται στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών. Τον Μάιο του 1945 ο Αντιβασιλέας Δαμασκηνός του προτείνει να γίνει διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου, ουσιαστικά ιδιαίτερος γραμματέας του. Στις 26 Φεβρουαρίου 1947 βραβεύεται με το Βραβείο Παλαμά για την ποίησή του -το πρώτο τέτοιο που απονέμεται- και συνοδεύεται με το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών. Το καλοκαίρι του 1950 ο Ίκαρος εκδίδει τα ποιητικά του άπαντα. Το 1956 ο υπουργός εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας, τον τοποθετεί στη Διεύθυνση του υπουργείου με αρμοδιότητα την Κύπρο. Στις 9 Ιουνίου αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, ενώ στις 20 Αυγούστου 1962 εγκαταλείπει οριστικά την Ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο, όπου είχε μετατεθεί και τίθεται στην διάθεση του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών.
Το 1963, ο Γιώργος Σεφέρης βραβεύεται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών. Η ανακοίνωση της βράβευσής του έγινε την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου, ενώ η επίσημη απονομή στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη. «Τη στιγμή όπου ο βασιλιάς σας, η Α.Μ. Γουσταύος ΣΤ' Αδόλφος, μου έδινε το δίπλωμα του βραβείου Νόμπελ, δεν μπόρεσα ο ίδιος να μη θυμηθώ με συγκίνηση τις μέρες όπου, ως διάδοχος, είχε επιμείνει να συμβάλει προσωπικά στις ανασκαφές της ακρόπολης της Ασίνης. Όταν πρωτοσυνάντησα τον Άξελ Πέρσον, τον μεγαλόκαρδο εκείνον άντρα που είχε και αυτός αφοσιωθεί σε τούτη την ανασκαφή, τον είχα ονομάσει ανάδοχό μου. Ναι, γιατί η Ασίνη μού είχε χαρίσει ένα ποίημα...». Ο Βασιλιάς της Ασίνης ήταν το ποίημα το οποίο ανέφερε σε εκείνη τη δοξαστική για την Ελλάδα τελετή, στις 10 Δεκεμβρίου του 1963, ο Γιώργος Σεφέρης. Το θέμα που ανέπτυξε σε γαλλική γλώσσα, στη Σουηδική Ακαδημία, ήταν «λίγα λόγια για τη νεότερη ελληνική παράδοση». Ο νομπελίστας, πλέον, ποιητής μίλησε για τις «πολλές όψεις της Ελλάδος» επιλέγοντας ως «οδόσημα» τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Καβάφη και τον Ιωάννη Μακρυγιάννη. Η απονομή του βραβείου Νομπέλ αποτέλεσε μείζον γεγονός για την Ελλάδα. «Η Σουηδική Ακαδημία ηθέλησε να εκδηλώση την αλληγγεύην της προς την σημερινή και ζωντανή Ελλάδα του πνεύματος», δήλωσε ο Σεφέρης. «Επελέγη δια το υπέροχον λυρικόν ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από εν βαθύ αίσθημα δια το ελληνικόν πολιτιστικόν ιδεώδες», ανακοίνωσε η Σουηδική Ακαδημία. Ο διεθνής Τύπος συγκατανεύει θεωρώντας «αρίστη και εξαιρετική την εκλογή».