NEWSLETTER
Αρ. ΓΕΜΗ: 162500116000
Την πρώτη μέρα που βρέθηκα στους διαδρόμους του δικαστικού μεγάρου Αθηνών, για να παρακολουθήσω την πρώτη δίκη για την εφημερίδα μου, άκουσα έξαφνα έναν άντρα να ουρλιάζη: «Που είναι οι δημοσιογράφοι; Που είναι οι δημοσιογράφοι;» Τον πλησίασα και τον ρώτησα τι συμβαίνει. «Είσαι δημοσιογράφος; μου λέει. Έλα, γράψε τ' όνομά της. Έχω να σου δώσω και φωτογραφία της». Ακόμα δεν είχα καταλάβει τι ζητούσε ο άγνωστος άντρας. «Μα δεν καταλαβαίνεις; Δικάζεται η γυναίκα μου με τον εραστή της. Την έπιασα να με απατά και θα την κάνω ρεζίλι. Θα σου δώσω τ' όνομά της και τη φωτογραφία της, αλλά δεν θα γράψης το δικό μου». Ο άνθρωπος αυτός ευχαρίστως θάτρεχε στους δρόμους με τη γυναίκα του δεμένη και τα μέλη της γυμνά στο δημόσιο όνειδος. Διαπόμπευση. Που θα θύμιζε πολύ τα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα. Αλλά που ο πολιτισμένος αυτός άνθρωπος δεν μπόρεσε να χωνέψη ότι πέρασε εκείνη η εποχή, τότε που η γυναίκα «εκείρετο εν χρω, ηλείφετο εις το πρόσωπον με ασβόλην και περιήγετο επί όνου δια των οδών κτυπομένη, υβριζομένη και ρυπαινομένη ελευθέρως υπό του όχλου».
Ο άνθρωπος της ημέρας εκείνης είχε το βερνίκι του πολιτισμού πάνω από τις πρωτόγονες παρορμήσεις του. Αν δεν βρισκόταν η πολιτεία των νόμων για να τον συγκρατήση, ευχαρίστως θα έριχνε τη γυναίκα του στην πυρά.
Αυτή ήταν η πρώτη μου εμπειρία στο δικαστικό ρεπορτάζ, που έτυχε να είναι και μια υπόθεση μοιχείας.
(Από το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου)