Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας είναι ένας από τους μεγαλύτερους ηθογράφους πεζογράφους μας και ένας από τους θεμελιωτές του ελληνικού ρεαλισμού στη λογοτεχνία. Γεννήθηκε στα Λεχαινά της Ηλείας το 1866. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε στο στρατό και έφτασε μέχρι το βαθμό του αρχίατρου.Το επάγγελμα (γιατρός του Εμπορικού Ναυτικού) και η αγάπη του για τα ταξίδια τον βοήθησαν να επισκεφτεί πολλά μέρη και να γνωρίσει από κοντά τη ζωή των ναυτικών και τα ήθη και τα έθιμα της ελληνικής επαρχίας. Αυτές είναι οι πηγές από τις οποίες άντλησε τα θέματα για τα έργα του.
Η συγγραφική του δράση άρχισε από πολύ νωρίς. Ήταν μόνο είκοσι χρονών όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα περιοδικά εκείνης της εποχής, γράφοντας ηθογραφικά διηγήματα (δηλαδή διηγήματα που παρουσίαζαν τα ήθη και τα έθιμα του λαού μας). Νωρίτερα είχε δημοσιεύσει διάφορες ανταποκρίσεις και κοινωνικές μελέτες, με το ψευδώνυμο Πέτρος Αβράμης. Τα πρώτα του έργα είναι γραμμένα στην καθαρεύουσα. Μετά όμως από το 1892 και την εμφάνιση του δημοτικισμού και του Ψυχάρη στράφηκε στη δημοτική και έγινε θερμός οπαδός της. Υπήρξε από τους πρωτοπόρους του ψυχαρικού δημοτικισμού και τους πρώτους πνευματικούς ανθρώπους που ενστερνίστηκαν το λαογραφικό μήνυμα του Ν. Πολίτη για επιστροφή στις νεώτερες εθνικές και λαϊκές πηγές. Η διαφορά του με τον Παπαδιαμάντη ήταν ότι ενώ αυτός παρέμεινε νοσταλγός της παράδοσης, ο Καρκαβίτσας δίνει την εντύπωση ότι αναμείχθηκε και πάλαισε μαζί της, ως ένας πραγματικός πρωταγωνιστής. Στην αφήγσή του έχει ξεχωριστή πλαστικότητα, παραστατικότητα και ζωντάνια και η γλώσσα του μια γνησιότητα που εντυπωσιάζει. Το 1890 έγραψε το μυθιστόρημα «Λυγερή», που ήταν «το πιο αξιόλογο μυθιστόρημα των πρώτων ψρόνων της ηθογραφικής του παραγωγής», όπως γράφει ο κριτικός Α. Σαχίνης. Το 1892 δημοσιεύτηκε η πρώτη του συλλογή με τίτλο «Διηγήματα», που περιλαμβωάνει τα πρώτα του έργα. Το 1899 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Ζητιάνος», που θεωρείται το έργο της ακμής του και σατιρίζει κοινωνικές καταστάσεις της ελληνικής επαρχίας. Τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε η συλλογή του «Λόγια της πλώρης», που είναι το καλύτερο ίσως από τα έργα του και περιέχει είκοσι θαλασσινά διηγήματα, μέσα από τα οποία παρουσιάζονται η ζωή και οι χααρακτήρες των ναυτικών. Το 1900 εκδόθηκε η συλλογή «Παλιές αγάπες», που περιέχει ηθογραφικά διηγήματα, και το 1904 ο συγγραφέας έγραψε το τελευταίο του έργο , τον «Αρχαιολόγο», σε ηλικία τριάντα εννιά χρονών. Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε και με την παιδική λογοτεχνία. Μαζί με τον Επαμ. Παπαμιχαήλ έγραψε τα παιδικά βιβλία «Ραζακί σταφύλι», «Αρματωλός», κ.ά. Έγραψε επίσης και σχολικά βιβλία, όπως το «Αναγνωστικό της Γ΄ δημοτικού», ο «Διγενής Ακρίτας», κ.ά. Το 1916 φυλακίστηκε στη Θεσσαλονίκη για τη δράση του εναντίον του Βενιζέλου, ο οποίος όμως τον άφησε ελεύθερο λίγο αργότερα. Το 1917 ο συγγραφέας μπήκε φυματικός στο σανατόριο της Πεντέλης. Μετά από πέντε χρόνια, το 1922, πέθανε από φυματίωση, αφήνοντας πίσω του ένα πολύ σπουδαίο έργο. Σε ανάμνηση του στήθηκε στην κεντρική πλατεία της ιδιαίτερης πατρίδας του μαρμάρινη προτομή του και πολλοί δρόμοι στην Αθήνα, στον Πύργο και αλλού έχουν το όνομά του.
Ο Καρκαβίτσας θέλησε με το έργο του να δώσει την εικόνα της εποχής του, με όλες τις εκδηλώσεις της: και τις όμορφες και τις άσχημες. Στην προσπάθειά του αυτή πέτυχε απόλυτα. Με πολύ ρεαλισμό, ζωτνάνια και ακρίβεια περιγράφει τα ήθη και τα έθιμα, τις συνήθειες, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες του ελληνικού χωριού, την αγροτική και τη θαλασσινή ζωή. Ιδιαίτερη αξία στο έργο του Καρκαβίτσα δίνει το άφθονο λαογραφικό υλικό, δηλαδή οι παραδόσεις, οι λαϊκοί, οι παροιμίες κ.'α. που ο συγγραφέας συγκέντρωσε με πολύ προσοχή από το λαό. Γενικά η δύναμη, η ακρίβεια και η λεπτομέρεια που βρίσκουμε στις περιγραφές, όχι μόνο στη «Λυγερή», αλλά και ' όλα του τα έργα, είναι κάτι που εντυπωσιάζει. Από τις μεγαλύτερες αρετές που περιέχει το έργο του είναι η γλώσσα και το ύφος. Χρησιμοποίησε τη δημοτική γλώσσα υποδειγματικά, πλούσια, ζωντανά και παραστατικά για την εποχή εκείνη. Το ύφος του είναι ευχάριστο, περιγραφικό και αρκετές φορές ποιητικό και επικό.