NEWSLETTER
Αρ. ΓΕΜΗ: 162500116000
Ἕνα ηλιοβασίλεμα ποῦ καθόμουν στὸ ἀκρωτῆρι, βλέπω μιὰ φρεγάδα μὲ γιομᾶτα πανιά. Θεόρατη πέτρα ἔμοιαζε στὴ θάλασσα. Ὅλα της τὰ ξάρτια ξεχώριζαν. Εἶδα τοὺς φλόκους, τὶς μαΐστρες, τοὺς παπαφίγγους, τὶς γάμπιες, τοὺς τρίγγους, τὰ πόμολα. Ἀκόμα καὶ τὸ σωτρόπι μπορῶ νὰ εἰπῶ πῶς εἶδα. Εἶδα τὴν κάμαρη τοῦ καπετάνιου μὲ τὸν Ἅϊ Νικόλα ψηλὰ καὶ τὸ καντήλι του ἀκοίμητο. Εἶδα τῶν ναύτων τὰ κλινάρια, ἄκουσα τὶς κουβέντες, ὀσμίσθηκα τὴν ξυλία τους. Εἶδα τὸ μαγερειό, τὰ νεροβάρελα, τὴν τρόμπα, τὸν ἀργάτη. Ἡ ψυχή μου μελαγχολικὸ πουλάκι κάθησε ἀπάνω της. Ἄκουσα τὸν ἀέρα νὰ σχίζεται στὰ ξάρτια καὶ νὰ τραγουδῇ τοῦ ναύτη τὴ ζωή. Πέρασαν ἐμπρός μου παρθένες ξανθές, μελαχροινές, μαυρομμάτες, ἀνθοστολισμένες καὶ γυμνοστῆθες νὰ μοῦ χαρίζουν φιλήματα. Εἶδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμᾶτες ἀπὸ καπνοὺς καὶ κρασοπότηρα, σαντούρια καὶ λαγοῦτα γλυκόφωνα. Ἐκεῖ ἄκουσα ἕνα ναύτη νὰ μὲ δείξῃ στοὺς συντρόφους του καὶ νὰ εἶπῇ:
— Νὰ κ’ ἕνας ποῦ ἀρνήθηκε τὰ καλὰ τῆς θάλασσας ἀπὸ φόβο!
Τινάχτηκα ἀπάνω. Ὄχι ἀπὸ φόβο, ποτέ! Τρέχω στὸ σπίτι· ἡ Μαριὼ ἔλειπε στὸ ρέμα. Κόβω τὰ ροῦχα στὸν ὦμο, πιάνω τὸ κομπόδεμα κάτω ἀπὸ τὸ προσκέφαλο καὶ χάνομαι σὰν κλέφτης. Σκοτεινὰ ἔφτασα στὸν Ἅϊ Νικόλα, λύνω μιὰ βάρκα καὶ φτάνω στὴ φρεγάδα.
Ἀπὸ τότε φάντασμα ἡ ζωή. Θὰ μοῦ εἰπῇς· δὲ μετάνιωσα; Καὶ γὼ δὲν ξέρω. Ἀλλὰ καὶ νὰ γυρίσω τώρα στὸ νησὶ πάλι δὲ θὰ ἡσυχάσω.
Μὲ κράζει ἡ θάλασσα.
(Απόσπασμα από το τέλος του διηγήματος «Η θάλασσα»)