NEWSLETTER
Αρ. ΓΕΜΗ: 162500116000
Credo
Κι έτσι -αφού συναρμολόγησε μες στο μυαλό του τις μέρες και τις νύχτες που πέρασαν από πάνω του, τις βροχές που ράβδωσαν αμέτρητες φορές το παραθυράκι του κελιού του, τον ήλιο που άφηνε την Αβινιόν γύρω στο απόγευμα κι ερχόταν να τα πουν για λίγο οι δυο τους, την ευλογία του Θεού που την ένιωθε πάνω στο σώμα του κάθε φορά που πονούσε- , μια νύχτα του 1253, σ’ ένα μοναστήρι της Προβηγκίας, ο μοναχός Τερέντιος ένιωσε ότι επιτέλους, μετά από 79 χρόνια, είχε έρθει η στιγμή να ξαναβρεί τον Κύριο, έγειρε πάνω στην πέτρινη κλίνη του για να πεθάνει, έκλεισε τα μάτια και, καθώς η αναπνοή του φύραινε, ζήτησε συγχώρεση.
Το Φως, όπως πάντα, τον ειδοποίησε ότι θ’ ακολουθούσε και η Φωνή. Ανασηκώθηκε με κόπο και κοίταξε εκεί που δεν έβλεπε. Δεν μπορείς να εισέλθεις στη Βασιλεία των Ουρανών, είπε η Φωνή, γιατί δεν μπορείς να συγχωρεθείς. Και δεν μπορείς να συγχωρεθείς, γιατί δεν έχεις κάνει στη ζωή σου ούτε μία αμαρτία.
Το πρώτο που σκέφτηκε ο Τερέντιος ήταν: Σίγουρα ονειρεύομαι. Το δεύτερο: Είναι δυνατόν η Φωνή να μιλάει με σοφίσματα; Το τρίτο συνοδεύτηκε από μια απίστευτη κόπωση: Μήπως, τελικά, ο Θεός μου είναι σοφιστής; Μήπως έτσι εξηγείται και ο κόσμος;
Εντάξει, έστω και την τελευταία στιγμή, είπε η Φωνή. Και το Φως έσβησε.
(Το πρώτο από τα 29 μικρά πεζά κείμενα του βιβλίου)